Πέντε σημαντικές κινεζικές εταιρείες εισηγμένες στις Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν σήμερα πως αποσύρονται από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, σε μια περίοδο που οι εταιρείες του Πεκίνου βρίσκονται στο στόχαστρο των αμερικανικών ρυθμιστικών αρχών.
Το χειρότερο εξάμηνο από το 1970 – εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα δηλαδή – βίωσαν οι αμερικανικές αγορές τους πρώτους έξι μήνες του 2022, καθώς εντείνονται οι ανησυχίες και οι φόβοι για το πώς η διαρκής αύξηση του πληθωρισμού θα επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη.
Το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ολοκλήρωσε με πτώση χθες Πέμπτη το χειρότερό του εξάμηνο από το 1970, εν μέσω συνεχιζόμενων ανησυχιών για τον υψηλό πληθωρισμό, που ώθησε την αμερικανική ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα (Fed) να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια της.
Η παγκόσμια αναταραχή που βιώνουμε από τις αρχές σχεδόν της φετινής χρονιάς έχει εξαφανίσει πάνω από 7 τρισεκατομμύρια δολάρια από τη χρηματιστηριακή αξία του δείκτη, S&P 500, της υψηλής κεφαλαιοποίησης της Wall Street.
Σε ελεύθερη πτώση βρέθηκαν οι αμερικανικές αγορές την προηγούμενη Παρασκευή – τελευταία εργάσιμη μέρα του Απριλίου – με τον τεχνολογικό Nasdaq να καταγράφει τη χειρότερη απόδοση από τον Οκτώβριο του 2008 και τον S&P να καταγράφει τη χειρότερη απόδοση από το Μάρτιο του 2020 στο αποκορύφωμα της πανδημίας του Covid.
Με άνοδο και δύο ρεκόρ έκλεισε η αμερικανική κεφαλαιαγορά, ωθούμενη από τα αποτελέσματα χρήσης που ανακοίνωσαν εισηγμένες (Apple, Amazon, Caterpillar, Merck...), τα οποία εξέλαβαν ως ενθαρρυντικά αρκετοί επενδυτές.
Ο δείκτης Dow Jones της βιομηχανίας έκλεισε με πτώση 266,19 μονάδων (-0,74%), στις 35.490,69 μονάδες. Αντίθετα ο Nasdaq, στον οποίο δεσπόζουν τίτλοι εταιρειών του τομέα της τεχνολογίας, έκλεισε με οριακή άνοδο 0.12 μονάδων, στις 15.235,84 μονάδες.
Με άνοδο και δύο ρεκόρ έκλεισε η αμερικανική κεφαλαιαγορά την πρώτη συνεδρίαση της εβδομάδας, ωθούμενη από τα καλά αποτελέσματα χρήσης που ανακοίνωσαν εισηγμένες, τα οποία σαγήνευσαν αρκετούς επενδυτές, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο για την ώρα τα μακροοικονομικά.