Η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που ελκύει τους πλούσιους – Ενοίκια 10.000 ευρώ και αγορά 80 τ.μ. με σχεδόν 1 εκατ.
Την ώρα που οι πλούσιοι από όλο τον κόσμο συρρέουν, οι ντόπιοι απομακρύνονται από το κέντρο της πόλης, καθώς οικονομικά καθίσταται απαγορευτικό.
Το εγχειρίδιο για το 2024 της μεσιτικής εταιρείας με έδρα τη Νέα Υόρκη (με πελάτες που διαθέτουν 30 εκατομμύρια δολάρια και περισσότερα Barnes Global Property, επιβεβαιώνει αυτό που έχει αρχίσει να διαφαίνεται από την πανδημία: η Μαδρίτη έχει καταστεί ένας από τους προορισμούς που επιλέγουν οι πλούσιοι. Η αμερικανική εταιρεία τοποθετεί τη Μαδρίτη στην τέταρτη θέση μεταξύ των πόλεων που είναι πιο δημοφιλείς στους πλούσιους του κόσμου, πέντε θέσεις υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι.
Σύμφωνα με άρθρο του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg, η απομακρυσμένη εργασία, τα προβλήματα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, η ποιοτική εκπαίδευση ιδίως οι σχολές διοίκησης επιχειρήσεων IE και ESCP, έχουν τοποθετήσει την πρωτεύουσα της Ισπανίας στα ραντάρ των υπερπλουσίων σε όλο τον κόσμο. Οι Νοτιοαμερικανοί αποτελούν το 60% των αγοραστών πολυτελών ακινήτων και ακολουθούν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί.
Από το 2020 η ζήτηση για κατοικίες την ισπανική πρωτεύουσα βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Πολλοί ξένοι «ερωτεύθηκαν» την πόλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς τα εστιατόρια, τα μπαρ και οι εκδηλώσεις της παρέμειναν «εν ζωή». Αγοραστές από την Κολομβία, το Περού και τη Χιλή συρρέουν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού καθώς οι συνθήκες στην πατρίδα τους επιδεινώνονται. Οι χρυσές βίζες για όσους επενδύουν περισσότερα από 500.000 ευρώ στην Ισπανία και οι εργασιακές βίζες για τους ψηφιακούς νομάδες έχουν επίσης ενισχύσει την ελκυστικότητα της Μαδρίτης.
Τα καλά νέα δεν είναι για όλους
Εντούτοις, τα καλά νέα για τους μεσίτες πολυτελών ακινήτων και τους πλούσιους ομογενείς δεν είναι για όλους. Αποτελεί το τελευταίο επεισόδιο σε ένα όλο και πιο περίπλοκο «σίριαλ» κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων. Και σύμφωνα με την αρθρογράφο του Bloomberg, δεν διαφαίνεται να υπάρχει μια σαφής λύση.
Οι αυξανόμενες τιμές των ακινήτων που αναγκάζουν τους ντόπιους να απομακρυνθούν περισσότερο από το κέντρο της πόλης έχουν βρεθεί στο επίκεντρο τόσο των συζητήσεων των πολιτικών όσο και των αναλυτών. Σχεδόν 1 εκατομμύριο ευρώ πρέπει να διαθέσει κάποιος για να αγοράσει 80 τετραγωνικά μέτρα στη συνοικία Σαλαμάνκα, όπου τα υψηλής ποιότητας διαμερίσματα κοστίζουν 11.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Εν τω μεταξύ, οι γονείς που είναι σε θέση να πληρώνουν ενοίκιο άνω των 10.000 ευρώ το μήνα για τα παιδιά τους που σπουδάζουν, κάνουν την κατάσταση χειρότερη.
Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους τόσοι πολλοί νέοι ζουν με τους γονείς τους είναι ότι η αγορά ακινήτων έχει καταστεί τόσο ακριβή, ούτως ώστε δεν δύνανται να αντέξουν οικονομικά να φύγουν από το σπίτι. Ο μέσος όρος ηλικίας στην Ισπανία για την εγκατάλειψη του σπιτιού είναι λίγο υψηλότερα από τα 30 έτη, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 26,4 ετών (στην Ελλάδα είναι κοντά στα 31 έτη και είναι ο υψηλότερος ευρωπαϊκός μέσος όρος).
Και στο βάθος η υπογεννητικότητα
Μια συνθήκη που μπορεί επίσης να συμβάλει στην υπογεννητικότητα. Ο αριθμός των γεννήσεων στην Ισπανία έχει μειωθεί κατά ένα τέταρτο από το 2013. Πέρυσι, σημειώθηκε νέο χαμηλό ρεκόρ: 322.075 νεογνά γεννήθηκαν στην Ισπανία το 2023, το χαμηλότερο επίπεδο από τότε που η εθνική στατιστική υπηρεσία INE άρχισε να διατηρεί αρχεία το 1941.
Προς το παρόν, η φήμη της Ισπανίας ως φιλόξενη στους μετανάστες, ιδίως από τη Λατινική Αμερική -και όχι μόνο στους πλούσιους- αντισταθμίζει τη συρρίκνωση των γεννήσεων και ικανοποιεί την υψηλή ζήτηση για εργαζόμενους, ιδίως στον τουρισμό και την κοινωνική μέριμνα. Ο πληθυσμός της Ισπανίας έχει ανέλθει στο ρεκόρ των 48,6 εκατομμυρίων κατοίκων, επειδή στον αριθμό αυτό προστίθενται 6,5 εκατομμύρια αλλοδαποί. Οι μετανάστες και τα παιδιά τους διατηρούν τον πληθυσμό της Ισπανίας σε υψηλά επίπεδα.
Η οικονομία της Ισπανίας χρειάζεται περίπου 500.000 μετανάστες ετησίως προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της BBVA. Οι Λατινοαμερικανίδες ηλικίας 40 έως 50 ετών που εργάζονται στον κλάδο της υγείας και του τουρισμού είναι μεταξύ των μεγαλύτερων ομάδων. Κα΄τι που ενισχύει την αίσθηση ότι η Μαδρίτη μπορεί να ανταγωνιστεί το Μαϊάμι ως νέα «πρωτεύουσα» της Λατινικής Αμερικής. (Αν και πρόσφατα ο Trino Márquez, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Κεντρικό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας στο Καράκας, υποβάθμισε αυτή την ιδέα στη συντάκτρια: «Το Μαϊάμι θα είναι πάντα ο πρώτος προορισμός για τους περισσότερους Λατινοαμερικανούς, επειδή μπορούν να περπατήσουν εκεί, ενώ δεν μπορούν να περπατήσουν μέχρι τη Μαδρίτη»).
Εύφλεκτο μείγμα
Ο Miguel Cardoso της BBVA Research θεωρεί ότι το μείγμα της χαμηλής ανεργίας, της υψηλής οικονομικής ανάπτυξης και της υψηλής μετανάστευσης στην Ισπανία, το οποίο είναι πιο εμφανές στη Μαδρίτη, είναι δυνητικά εύφλεκτο για την αγορά κατοικίας. Ανησυχεί ότι δεν υπάρχουν αρκετές προσιτές κατοικίες για αρχή.
Ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ εξετάζει το ενδεχόμενο του ελέγχου στις τιμές των ακινήτων για την αντιμετώπιση του ζητήματος, εντούτοις οι επικίνδυνοι σπόροι της διχόνοιας έχουν ήδη φυτευτεί. Το αν μεγαλώσουν είναι μια άλλη ιστορία. Το αντιμεταναστευτικό κλίμα πρωταγωνιστεί στις πολιτικές παρυφές της Ισπανίας. Η άφιξη Αφρικανών μεταναστών μέσω της Θέουτα, της αυτόνομης ισπανικής περιοχής που συνορεύει με το Μαρόκο πέρα από τα στενά του Γιβραλτάρ, αποτελεί επίσης ένα μακροχρόνιο σημείο αντιπαράθεσης στις τάξεις του δεξιού πολιτικού χώρου.
Καταλήγοντας, η αρθρογράφος του Bloomberg, αναφέρει ότι αν περπατήσει κάποιος στη Μαδρίτη μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι είναι μια πολύ ελκυστική για όσους έχουν οικονομική άνεση. Αυτό που δεν είναι προφανές, είναι το πώς θα διατηρηθεί ελκυστική και για τους περισσότερους Ισπανούς.