Generation Z: Μια γενιά που μπορεί να αποκτήσει κατοικία χωρίς στεγαστικό δάνειο;
Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στην Ευρώπη αναφορικά με την αγορά κατοικίας τα επόμενα χρόνια;
Αν κάποιος ρωτήσει έναν Millennial -τη γενιά που βρίσκεται στην ηλικία μεταξύ των 20 ετών έως τα 40- εάν σκέφτεται να αποκτήσει μια κατοικία, το πιθανότερο είναι να λάβει ως απάντηση ένα απαξιωτικό χαμόγελο. Η ιδέα να πάρει ένα στεγαστικό δάνειο μόνο με το δικό του εισόδημα είναι συχνά αδιανόητη και όσοι έχουν στα χέρια τους κάποια ιδιοκτησία συχνά την αποκτούν από κληρονομιά.
Την ώρα που η στεγαστική κρίση μαίνεται σε όλη την Ευρώπη, πολλά μέλη της Generation Ζ -όσοι γεννήθηκαν μετά το 2000- μπορεί σύντομα να διαπιστώσουν ότι ίσως να είναι οι κερδισμένοι της υπόθεσης. Αναλύοντας τις τάσεις των στεγαστικών δανείων και άλλα δεδομένα, έρευνα τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύει η ιστοσελίδα theconverstation.com, υποδεικνύει μια σταδιακή απομάκρυνση της προναφερόμενης γενιάς από τις μακροπρόθεσμες στεγαστικές δεσμεύσεις.
Οι κληρονομιές θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή. Η επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού, οι μικρότερες οικογένειες και η συγκέντρωση των ακινήτων στην ιδιοκτησία της γηράσκουσας γενιάς των Baby Boomers (γεννηθέντων μεταξύ 1946 και 1964) σημαίνει ότι τα ποσοστά κληρονομιάς ανεβαίνουν χρόνο με το χρόνο.
Περισσότερα σπίτια και λιγότεροι νέοι
Η γενιά Ζ θα επωφεληθεί επομένως από τη μείωση του ποσοστού γεννήσεων στην Ευρώπη, το οποίο είναι ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο με 1,53 παιδιά ανά γυναίκα. Με απλά λόγια, θα υπάρξουν λιγότεροι νέοι για να κληρονομήσουν σπίτια και περισσότερα σπίτια για να κληρονομήσουν οι ίδιοι.
Σε περιόδους που απουσιάζουν τα προβλήματα το να λάβει κάποιος ένα στεγαστικό δάνειο είναι ίσως και αποθαρρυντικό, καθώς οι τράπεζες απαιτούν αποταμιεύσεις, εισοδήματα, σταθερή απασχόληση και μια μεγάλη προκαταβολή. Εάν κάποιος πληροί αυτά τα κριτήρια, τότε κατά μέσο όρο δεσμεύεται με μια τράπεζα για 25 χρόνια.
Σε μια αγορά εργασίας που χαρακτηρίζεται από προσωρινές θέσεις και χαμηλούς, στάσιμους μισθούς, πολλοί άνθρωποι θα δυσκολευτούν να εκταμιεύσουν ένα στεγαστικό δάνειο, πόσο μάλλον να το αποπληρώσουν. Η προοπτική να αποκτήσουν ένα τέτοιο δάνειο είναι ιδιαίτερα αποτρεπτική σε μια εποχή που η αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων ανεβάζει το κόστος ζωής στην Ευρώπη και όχι μόνο. Αυτή η συνθήκη επηρεάζει ήδη τη στάση της γενιάς Ζ απέναντι σε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις, όπως είναι η αγορά κατοικίας.
Το γεγονός ότι εκταμιεύονται λιγότερα στεγαστικά δάνεια σε ολόκληρη την ήπειρο δεν προκαλεί επομένως έκπληξη, ιδίως με δεδομένο την ταχεία αύξηση των επιτοκίων και της εκτίναξης των τιμών στα ακίνητα. Η επιβράδυνση αυτή στη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια φαίνεται ότι θα συνεχιστεί μακροπρόθεσμα, για διάφορους λόγους.
Η ιδιοκτησία κατοικίας στην Ευρώπη σήμερα
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η μέση ηλικία στην οποία οι άνθρωποι αποκτούν για πρώτη φορά ακίνητο είναι τα 34 έτη. Η μέση διάρκεια του στεγαστικού δανείου είναι 25 έτη, κάτι που σημαίνει ότι η αποπληρωμή συνήθως ολοκληρώνεται στην ηλικία των 59 ετών, λίγο πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία είναι 65 έτη στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μέση ηλικία αγοράς κατοικίας στην Ευρώπη
Το 2022, το 69,1% των Ευρωπαίων ήταν ιδιοκτήτες κατοικίας, αλλά μόνο το 24,7% είχαν δάνειο. Το ποσοστό αυτό ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό σε ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο και παρατηρείται μια μικρή συσχέτιση μεταξύ των ποσοστών ιδιοκτησίας και του αριθμού των ενεργών στεγαστικών δανείων.
Σε ορισμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ο αριθμός των στεγαστικών δανείων αυξάνεται στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία το 61% των ιδιοκτητών κατοικιών έχουν σήμερα στεγαστικό δάνειο.
Αντίθετα, το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο σε χώρες όπως η Ιταλία, όπου μόνο το 14,6% των ιδιοκτητών ακινήτων έχουν στεγαστικό δάνειο. Αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται στην πιο συχνή χρήση ρευστών ή στις ισχυρότερες, πιο μακροχρόνιες παραδόσεις σε ορισμένες χώρες αναφορικά με την κληρονομιά.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: η Ισπανία
Η Ισπανία αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των αλλαγών που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Βρίσκεται υψηλότερα από τον μέσο όρο στο προσδόκιμο ζωής και στα ποσοστά ιδιοκατοίκησης (ιδίως μεταξύ των μεγαλύτερων γενεών): ο μέσος Ισπανός αγοράζει για πρώτη φορά ακίνητο σε ηλικία 41 ετών και λαμβάνει κληρονομιά στα 51.
Ωστόσο, ο αριθμός των ακινήτων που κληρονομούνται, φθάνει σε νέα υψηλά επίπεδα χρόνο με το χρόνο. Από το 2021 έως το 2022 ο αριθμός των κατοικιών που κληρονομούνται στην Ισπανία αυξήθηκε κατά 3,7%, με περισσότερες από 17.800 κατοικίες να κληρονομούνται κάθε μήνα εντός των συνόρων της.
Με μόλις 10 χρόνια διαφορά -κατά μέσο όρο- μεταξύ της εκταμίευσης ενός στεγαστικού δανείου και της λήψης μιας κληρονομιάς, ο μέσος Ισπανός μπορεί να έχει ένα μικρό όφελος από τη δέσμευσή του σε ένα μεταβλητό, δυνητικά ασταθές δάνειο 25ετούς διάρκειας.
Αφήνοντας το οικογενειακό σπίτι
Οι κληρονομικές ακινήτων δεν δείχνουν σημάδια επιβράδυνσης και οι ρυθμοί αύξησής τους είναι τέτοιας κλίμακας που ενδεχομένως να μειώσει τη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, η αξία από τις κληρονομιές ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό στις διάφορες χώρες και είναι δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για όλη την Ευρώπη.
Υπάρχουν επίσης τεράστιες διαφορές σε παράγοντες όπως η ηλικία που κάποιος αποφασίζει να φύγει από την οικογενειακή κατοικία. Η ηλικία αυτή είναι γενικά υψηλότερη στη Νότια Ευρώπη, με τους ενήλικες να μένουν συνήθως με τους γονείς τους μέχρι την ηλικία των 30,7 ετών στην Ελλάδα των 30,3 ετών στην Ισπανία και των 30 ετών στην Ιταλία.
Στον αντίποδα, στη Φινλανδία οι άνθρωποι τυπικά εγκαταλείπουν το σπίτι στην ηλικία των 21,4 ετών, ενώ παρόμοια χαμηλά είναι και τα ποσοστά για όλη τη Σκανδιναβία. Στη Γαλλία οι ενήλικες μετακομίζουν στα 23,4 έτη και στη Γερμανία στα 23,8 έτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, πολλές από αυτές τις ηλικίες παρουσίασαν μακροχρόνιες αυξήσεις το διάστημα μεταξύ 2012 και 2022.
Ωστόσο, η ανεξαρτησία των νέων δεν συσχετίζεται με περισσότερα στεγαστικά δάνεια. Η «βύθιση» κατά 62,54% στα νέα στεγαστικά δάνεια στην Ισπανία από το 2007 έως το 2023 αντικατοπτρίζεται στα στοιχεία σε όλη την Ευρώπη. Από το 2022 έως το 2023, στο Βέλγιο καταγράφηκε μείωση κατά 33,8%, ενώ μεταξύ 2021 και 2022 στη Γαλλία σημειώθηκε κατά προσέγγιση μια πτώση της τάξεως του 47,49%.
Τα ετήσια στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο του 2023, δείχνουν επίσης μια ετήσια μείωση κατά 61% στη Σλοβακία, κατά 57% στην Αυστρία, κατά 40% στο Λουξεμβούργο και κατά 23% στην Εσθονία. Συνολικά, σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο αριθμός των νέων στεγαστικών δανείων υποχώρησε κατά 32% πέρυσι.
Επιπτώσεις στη γενιά Z
Αν και θα αντιμετωπίσουν πολλά άλλα προβλήματα, όπως η εξασφάλιση σταθερών συμβάσεων εργασίας, η στέγαση μπορεί να μην είναι το πρωταρχικό μέλημα για μεγάλο μέρος της γενιάς Ζ στο μέλλον.
Η γήρανση των baby boomers σημαίνει ότι ένας τεράστιος αριθμός ακινήτων μεταβιβάζονται μεταξύ των πλουσιότερων νοικοκυριών: ήδη από το 2015, οι κληρονομιές αναλογούσαν κατά μέσο όρο σε 196.247 δολάρια ανά άτομο στο πλουσιότερο 20% των χωρών του ΟΟΣΑ. Το ποσό αυτό είχε ήδη αυξηθεί κατά 50% σε λιγότερο από μια δεκαετία.
Αυτή η συνθήκη θα ωφελήσει σε κάποιο βαθμό τους Millennials -εκείνους όμως με λιγότερα αδέλφια-, πολλά πλουσιότερα μέλη της γενιάς Z ίσως να μην χρειαστεί να μοιραστούν τις κληρονομιές από τους γονείς τους που συχνά διαθέτουν πολλές ιδιοκτησίες. Αυτή η προοπτική, σε συνδυασμό με τις αυστηρές συνθήκες πρόσβασης σε ένα στεγαστικό δάνειο σε μια αφιλόξενη αγορά εργασίας, θα θέσει ένα απλό ερώτημα σε μεγάλο μέρος της Γενιάς Ζ: Γιατί να αναλάβω το ρίσκο, τη μακροπρόθεσμη δέσμευση και το επιπλέον κόστος ενός στεγαστικού δανείου αν δεν χρειάζεται;