Σκωτσέζικο ντους από τον ΟΟΣΑ για τις διεθνείς τιμές των τροφίμων
Η «έκρηξη» των τιμών στα ράφια και στους πάγκους των λαϊκών αγορών την τελευταία τριετία, συγκλόνισε τα νοικοκυριά.
Η υποχώρηση των διεθνών δεικτών είναι αναμφίβολα καλοδεχούμενη, ωστόσο μόνο σίγουρο δεν είναι ότι αφήνουμε πίσω μας τις διατροφικές- πληθωριστικές
κρίσεις. Τουναντίον. Η Έκθεση του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής στην τρέχουσα δεκαετία, δεν επιτρέπει χαμόγελα εφησυχασμού, καθώς τα μηνύματα τόσο όσον αφορά στην παραγωγή/ κατανάλωση όσο και ως προς τις τιμές, είναι διφορούμενα και διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Ανισότητες
Κατ' αρχάς, η παγκόσμια κατανάλωση τροφίμων αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,2% ετησίως λόγω της αύξησης του πληθυσμού και του εισοδήματος. Υπάρχει, όμως, ένα μεγάλο «αλλά».
Στις χώρες μεσαίου εισοδήματος, η μέση ημερήσια κατά κεφαλήν πρόσληψη θερμίδων θα αυξηθεί κατά 7% έως το 2033, λόγω μεγαλύτερης κατανάλωση βασικών ειδών διατροφής, κτηνοτροφικών προϊόντων και λιπών. Αντιθέτως, στις χώρες χαμηλού εισοδήματος η μέση πρόσληψη θερμίδων αναμένεται να αυξηθεί μόνο κατά 4%, υποδεικνύοντας ότι η παγκόσμια κοινότητα δεν θα καταφέρει να επιτύχει τον στόχο για την εξάλειψη της πείνας έως το 2030.
Οι εισοδηματικοί περιορισμοί στις χώρες αυτές παρεμποδίζουν επίσης τη μετάβαση σε δίαιτες πιο πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά και πρωτεΐνες που βασίζονται σε ζωικά προϊόντα, ψάρια και θαλασσινά, λαχανικά και φρούτα, οδηγώντας σε συνεχιζόμενη μεγάλη εξάρτηση
από τα βασικά προϊόντα διατροφής.
«Κενά» παραγωγής
Η αύξηση της φυτικής παραγωγής αναμένεται να προέλθει κυρίως από την αύξηση της παραγωγικότητας στις υπάρχουσες εκτάσεις, παρά από την επέκταση της καλλιεργούμενης έκτασης.
Ομοίως, ένα σημαντικό ποσοστό της αύξησης της κτηνοτροφίας και ιχθυοπαραγωγής αναμένεται επίσης να προκύψει από βελτιώσεις της παραγωγικότητας, αν και οι επεκτάσεις των κοπαδιών θα συμβάλουν επίσης στην αύξηση της παραγωγής.
Παρά αυτές τις αναμενόμενες βελτιώσεις της παραγωγικότητας, ιδίως στην χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα, προβλέπεται ότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν σημαντικά κενά παραγωγικότητας, δοκιμάζοντας τα εισοδήματα των αγροτών και την επισιτιστική ασφάλεια, αλλά και αυξάνοντας την εξάρτηση των χωρών από τις εισαγωγές τροφίμων.
Ενδεικτικά, ο ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι το 2025 η παγκόσμια παραγωγή σιταριού θα φτάσει τα 803 εκ τόνους, ωστόσο η κατανάλωση θα ξεπεράσει τα 805 εκ τόνους. Ουσιαστικά το ισοζύγιο εκτιμάται ότι ισορροπήσει και θα «γυρίσει» σε θετικό, το 2031.
Οι τιμές
Φυσικά δεν είναι, μόνο ο «πόλεμος» για τη διατροφική ασφάλεια, που όλο και περισσότεροι «βλέπουν» να ξεσπά στο ορατό μέλλον. Είναι και οι τιμές των τροφίμων στη δεκαετία που «τρέχει».
Σύμφωνα με την Έκθεση του ΟΟΣΑ, οι παράγοντες της προσφοράς και της ζήτησης αναμένεται να διατηρήσουν ή να μειώσουν οριακά τις πραγματικές διεθνείς τιμές αναφοράς για τα κύρια γεωργικά προϊόντα κατά τα επόμενα δέκα έτη, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει απόκλιση από τις σταθερές καιρικές συνθήκες, τις μακροοικονομικές και πολιτικές παραδοχές και τη συνεχή τεχνολογική βελτίωση.
Για παράδειγμα, η ονομαστική τιμή του σιταριού, που στη διετία 2021- 2023 διαμορφώθηκε στα 364,5 δολάρια ανά τόνο, το 2025 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 257 δολάρια, αλλά ως το 2033 θα έχει ανέβει στα 287 δολάρια. Η πραγματική τιμή (αποπληθωρισμένη) υπολογίζεται ότι θα διαμορφώνεται στα 233,5 δολάρια.
Ωστόσο, αυτές οι χαμηλότερες πραγματικές διεθνείς τιμές βασικών προϊόντων ενδέχεται να μην αντανακλώνται στις τοπικές τιμές λιανικής πώλησης τροφίμων, λόγω του εγχώριου πληθωρισμού και της υποτίμησης του νομίσματος, καθώς και του υψηλού εγχώριου κόστους εφοδιαστικής και μεταποίησης που διατηρούν ή διευρύνουν τη «σφήνα» μεταξύ των διεθνών τιμών βασικών προϊόντων και των τιμών λιανικής πώλησης τροφίμων.
Τέτοιες επιδεινούμενες τοπικές συνθήκες μπορεί να θέσουν προκλήσεις για τα μέσα διαβίωσης και να απειλήσουν την επισιτιστική ασφάλεια των ευάλωτων καταναλωτών…