Πρόγραμμα Σταθερότητας... light με αναθεώρηση του φετινού ΑΕΠ
Ο κύβος ερρίφθη και η Κομισιόν αποφάσισε να υιοθετήσει τη μέση λύση, όσον αφορά στις διαδικασίες, που προβλέπει το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ακόμα δεν έχουν πάρει σάρκα και οστά οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες, άρα τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να χαράξουν συγκεκριμένη ρότα για την τετραετία, στις 30 Απριλίου θα υποβληθούν, μεν, Προγράμματα Σταθερότητας αλλά θα είναι… light.
Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, επιβεβαιώνοντας τις σχετικές πληροφορίες του economistas στις 12 Μαρτίου, (και) η Αθήνα θα υποβάλει ένα 5σέλιδο κείμενο, εκ των πραγμάτων μη δεσμευτικό, με βασικούς πίνακες, το οποίο θα καλύπτει την περίοδο 2023- 2025. Αναμφίβολα, η προσοχή όλων θα πέσει στο μακροοικονομικό σενάριο, δηλαδή στις προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εκτός απροόπτου, θα πρέπει να αναμένεται αναθεώρηση προς τα κάτω.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού, για φέτος αναμένονται ρυθμοί ανάπτυξης 2,9%, ωστόσο το «φρενάρισμα» του 2023 στο 2% αντί 2,4% και πολύ περισσότερο το αναιμικό περιβάλλον στην Ευρωζώνη, οδηγούν σε πιο συντηρητικές εκτιμήσεις για το 2024.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Χειμερινές της Προβλέψεις έχει βάλει τον πήχη στο 2,3%, τόσο για φέτος όσο και για το 2025. Ωστόσο μοιάζει δύσκολο να υιοθετήσει και το ελληνικό οικονομικό επιτελείο αυτές τις παραδοχές, καθώς κάτι τέτοιο θα επηρέαζε και τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, που ως τώρα τουλάχιστον χαρακτηρίζεται αδιαπραγμάτευτος και «κλειδί» για την καθοδική τροχιά του Χρέους.
Η «κόκκινη» γραμμή
Με αυτό το δεδομένο, στο Πρόγραμμα που θα στείλει το ΥΠΕΘΟ στις Βρυξέλλες, θα επιμείνει για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% φέτος και 2,3%. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι σε αυτό το λιτό κείμενο θα περιλαμβάνεται μόνο το βασικό σενάριο, με όλα τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν εξαγγελθεί έστω κι αν δεν έχουν ακόμα ψηφιστεί.
Για τυχόν άλλες δημοσιονομικές παρεμβάσεις σε βάθος τετραετίας και εναλλακτικά μακροοικονομικά σενάρια, θα πρέπει να περιμένουμε ως το Φθινόπωρο και συγκεκριμένα ως τις 20 Σεπτεμβρίου. Τότε, όλα τα κράτη-μέλη, θα πρέπει να υποβάλουν Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις που θα δώσει τον Ιούνιο, σε κάθε κυβέρνηση, η Κομισιόν.
«Φρένο» στην παροχολογία
Το μόνο σίγουρο είναι ότι φέτος είναι η τελευταία χρονιά που θα μπορούσαν να δοθούν έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις, εφόσον βέβαια προκύψει υπερπλεόνασμα, κάτι που φαντάζει δύσκολο, όχι τόσο λόγω του λιγότερο ευνοϊκού μακροοικονομικού σεναρίου, αλλά κυρίως επειδή ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος έχει τεθεί περίπου 2,5 δισ. ευρώ πάνω από πέρσι.
Από το 2025 τα πράγματα αλλάζουν κι όπως επεσήμανε και ο Κ. Χατζηδάκης στη Βουλή, «αν ένα έτος πετύχουμε παραπάνω έσοδα από το προβλεπόμενο, δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να τα μοιράσουμε σε παροχές».
Κοινώς, υπερεισπράξεις π.χ. από τον Τουρισμό, που έφεραν πολλαπλάσια έσοδα από ΦΠΑ πέρσι και πρόπερσι, δεν συνεπάγονται, πλέον, έκτακτες ενισχύσεις, αλλά θα πηγαίνουν για τη μείωση του Χρέους, που είναι ο… “βασιλιάς” και του νέου Συμφώνου Σταθερότητας.
Το «κλειδί» εφεξής θα είναι η συγκράτηση των δαπανών
Κάθε χρόνο, οι Βρυξέλλες θα ενημερώνουν τις χώρες, ποια πρέπει να είναι η αύξηση των «καθαρών» πρωτογενών δαπανών τους την επόμενη χρονιά. Η αύξηση θα διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα και θα προκύπτει από μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα βασίζεται στις προβλέψεις της Κομισιόν για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό κλπ. Αν μια χώρα -εν προκειμένω η Ελλάδα- πετυχαίνει μεγαλύτερο πλεόνασμα, όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, δεν θα μπορεί να το διαθέτει για φοροελαφρύνσεις ή εισοδηματικές ενισχύσεις, αν με αυτό τον τρόπο υπερβαίνει το ετήσιο όριο αύξησης των δαπανών.
Ως ασφαλιστική δικλείδα, θα λειτουργεί η δυνατότητα «μεταφοράς» από χρονιά σε χρονιά, ενδεχόμενης μικρότερης αύξησης δαπανών. Αν για παράδειγμα, η Ελλάδα οφείλει να έχει αύξηση 2% και καταφέρει να συγκρατήσει την αύξηση στο 1%, η διαφορά θα μπορεί να μεταφέρεται στην επόμενη χρονιά. Προφανές είναι ότι ακόμα κι έτσι, ο δημοσιονομικός σχεδιασμός θα επαφίεται στα… μαθηματικά μοντέλα της Κομισιόν και η χάραξη πλάνου μόνιμων μέτρων ελάφρυνσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.