Η «σκιά» της ιδιωτικής κατανάλωσης στον ορίζοντα της ελληνικής οικονομίας
Υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από φέτος, κυρίως με την ενίσχυση επενδύσεων και εξαγωγών, προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2024, που συζητήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, εξασφαλίζοντας παράλληλα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο χαρακτηρίζεται αναγκαία συνθήκη για “ανέφελες” εξόδους στις αγορές.
Με βάση τις προβλέψεις του ΥΠΕΘΟ, το ΑΕΠ αναμένεται να “τρέξει” με ακόμα πιο έντονο ρυθμό (2,9%) από φέτος “πατώντας” πάνω στην αλλαγή του μίγματος πολιτικής κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι στη διετία 2023-2024, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα θα υπερβεί σημαντικά τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Όπως παρατηρεί η ανάλυση της Alpha Bank, η αλλαγή στο μίγμα οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει από την αύξηση των επενδύσεων κατά 15,1%, με τη συμβολή τους στην αύξηση του ΑΕΠ να υπολογίζεται σε 2,2 μονάδες. Σημειωτέον ότι στη διετία 2022- 2023, οι επενδύσεις “έτρεξαν” σωρευτικά με σχεδόν 18%. Εξίσου σημαντική εκτιμάται ότι θα είναι η συνεισφορά των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κατά 2,1 π.μ.) οι οποίες θα αυξηθούν κατά 5,6%, μετά τα πολλαπλά σοκ που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση.
Το μεγάλο ερωτηματικό είναι η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών επέδειξε αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα, που για πολλούς ήταν έκπληξη. Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023 συνολικά εκτιμάται αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,9%, έναντι αύξησης 2,5% που είχε περιληφθεί στο Προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, λόγω της ανοδικής πορείας του μέσου μισθού και της συνολικής μισθοδοτικής δαπάνης, της αύξησης της απασχόλησης, αλλά και της συνεχιζόμενης στήριξης των εισοδημάτων με στοχευμένα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής. Τι μέλλει γενέσθαι, όμως, την επόμενη χρονιά;
Η επίσημη πρόβλεψη του ΥΠΕΘΟ είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα “φρενάρει” αλλά θα παραμείνει θετική (1,3%). Από την άλλη, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς τα σημάδια κόπωσης, όπως αυτά αποτυπώνονται και στους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ.
Οι τελευταίες μετρήσεις έδειξαν τεράστια αύξηση του τζίρου στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (11,6%), αλλά αναιμική αύξηση του όγκου των πωλήσεων (1,9%) κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι το κόστος διατροφής των νοικοκυριών παραμένει πολύ ψηλό. Ως αποτέλεσμα αυτού, καταγράφεται σημαντική μείωση της κατανάλωσης σε άλλα πεδία, όπως οι μετακινήσεις (-6,7% ο όγκος των πωλήσεων καυσίμων), τα καλλυντικά (-5,5%), τα ηλεκτρικά- οικιακά είδη (-13,2%), ενώ συνεχίζεται η “βουτιά” στο κανάλι των ηλεκτρονικών αγορών (-19,6%). Το ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι τα νοικοκυριά “κόβουν” ελαστικές δαπάνες, για να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος διατροφής και στέγασης.
Ποιο είναι το αντίδοτο, κατά το οικονομικό επιτελείο, σε μια συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ειδικά από τη στιγμή που το 2024 δεν “έχει” έκτακτα μέτρα στήριξης; Οι μόνιμες εισοδηματικές ενισχύσεις, συνολικού ύψους 2 δισ ευρώ.
Σύμφωνα με την παρουσίαση του Κ. Χταζηδάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο, σημαντική ενίσχυση για το διαθέσιμο εισόδημα αναμένεται από τις αυξήσεις στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, την εκ νέου αύξηση των συντάξεων, την άρση του «παγώματος» των τριετιών, την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, την αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, την επέκταση του επιδόματος μητρότητας για αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, το ετήσιο βοήθημα προς τους νέους (youth pass), την κατάργηση της συμμετοχής στο κόστος των φαρμάκων για τους πρώην δικαιούχους του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) και από μία σειρά άλλων δημοσιονομικών μέτρων.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί και θα κρίνει το στοίχημα της ιδιωτικής κατανάλωσης, είναι αν ο πληθωρισμός θα κινηθεί όντως στα επίπεδα του 2,6% ή μας επιφυλάσσει κι άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις...