«Απόβαση» των ελληνικών τροφίμων στην αμερικανική αγορά

Φωτο: Shutterstock

Η ελληνική βιομηχανία θα έπρεπε να... σαρώνει στην αγορά των ΗΠΑ για τουλάχιστον τρεις λόγους. Η έντονη παρουσία της ελληνικής κοινότητας σε Ανατολή και Δύση, η δραστηριοποίηση της ελληνικής ομογένειας στον κλάδο της εστίασης, η άριστη φήμη που έχει η μεσογειακή διατροφή ειδικά στις ομάδες πληθυσμού με υψηλό βιοτικό και εισοδηματικό επίπεδο, θα έπρεπε να λειτουργούν ως διαβατήριο για τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις του κλάδου. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι λείπουν πολλά, για να ισχυριστεί κανείς ότι τα ελληνικά τρόφιμα έχουν κατακτήσει την αμερικανική αγορά.

Αναμφίβολα, το μεγάλο μέγεθος και η έκταση της αγοράς επηρεάζουν άμεσα τόσο το κόστος μεταφοράς, όσο και τον απαιτούμενο όγκο παραγωγής για την κάλυψή της. Όπως επισημαίνει, δε, το Γραφείο Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, με εξαίρεση τις γειτονικές χώρες, που χάρη σε πλήθος διμερών και πολυμερών συμφωνιών, έχει διαμορφωθεί ένα ευνοϊκό κλίμα για τις εισαγωγές αγαθών στις ΗΠΑ, οι εισαγωγές από μη γειτονικές χώρες αντιμετωπίζουν, κατά περίπτωση, δασμολογικά και μη, εμπόδια.

«Αγκάθι» είναι και η διαμεσολάβηση («μεσιτεία»). Η διαμεσολάβηση στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με άλλες χώρες, επεκτείνεται, σχεδόν, σε όλους τους κλάδους της αγοράς. Στον κλάδο των τροφίμων και ποτών, η διαμεσολάβηση καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική, επειδή, με εξαίρεση τις πολύ μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών, η πλειονότητα των σημείων λιανικής πώλησης (υπεραγορές, καταστήματα, εστιατόρια κ.α.) δεν εισάγει προϊόντα απευθείας από το εξωτερικό. Φυσικά, το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο ανταγωνισμός για το μερίδιο σε μια τόσο μεγάλη αγορά, ο οποίος προσελκύει πλήθος ομοειδών διατροφικών προϊόντων, επίσης υψηλής ποιότητας και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, με χαμηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα ελληνικά.

Ποιο είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών των δυσκολιών; Τα περισσότερα ελληνικά τρόφιμα παραμένουν εγκλωβισμένα στη λεγόμενη «ethnic market» δηλαδή αντιμετωπίζονται σαν κάτι... εξωτικό και όχι ως προϊόντα καθημερινής διατροφής, με συνέπεια ο κύριος όγκος του καταναλωτικού κοινού τους να παραμένει η ελληνική ομογένεια. Κι εδώ τα πράγματα, όμως, δεν είναι ρόδινα. Από τη μια υπάρχει ο ισχυρός ανταγωνισμός από ιταλικά και ισπανικά τρόφιμα, από την άλλη η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και των ομογενών.

Σημαίνει αυτό ότι τα ελληνικά τρόφιμα δεν έχουν τύχη κι ότι η αμερικανική αγορά είναι όνειρο; Κάθε άλλο. Σύμφωνα με το Γραφείο ΟΕΥ, το «κλειδί» για την «απόβαση» των ελληνικών τροφίμων είναι να επεκταθούν και να ενσωματωθούν στην κύρια αμερικανική αγορά (“mainstream”), επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους στην καθημερινή διατροφή του ευρύτερου καταναλωτικού κοινού. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Κατ’ αρχάς, πρέπει να τοποθετηθούν στα ράφια μεγάλων αλυσίδων υπεραγορών όχι σαν “ethnic” προϊόντα, αλλά ως προϊόντα καθημερινής διατροφής δίπλα από ομοειδή προϊόντα, διατηρώντας τον χαρακτηρισμό “Greek”, ως καθημερινά προϊόντα υψηλής ποιότητας. Για την επίτευξη του παραπάνω στρατηγικού στόχου, προτείνεται οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μεγάλες να αναθέσουν σε διαμεσολαβητές του κλάδου τροφίμων (“food brokers”) την προώθηση και τοποθέτηση των προϊόντων τους σε μεγάλες αλυσίδες υπεραγορών.

Υπάρχει, όμως, “χώρος” και για τις μικρότερες εταιρίες: μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου, το οποίο έχει αποκτήσει απίστευτη δυναμική ειδικά μετά την επέλαση της πανδημίας. Είναι ενδεικτικό ότι οι διαδικτυακές πωλήσεις τροφίμων στις ΗΠΑ αναμένεται έως το 2023 να τριπλασιαστούν και να ανέλθουν στα 74 δισ δολάρια! Τα τρόφιμα που διακινούνται μέσω διαδικτύου είναι τα υψηλής ποιότητας συσκευασμένα τρόφιμα μακράς διαρκείας και πιο συγκεκριμένα προϊόντα στα οποία η Ελλάδα έχει ιδιαίτερη παράδοση ποιότητας (ζυμαρικά, μέλι, snacks, μη αλκοολούχα ποτά, κονσερβοποιημένα λαχανικά και φρούτα κ.α.). Επιπλέον, η αύξηση των διαδικτυακών πωλήσεων αποδίδεται κυρίως στη σταδιακή δημογραφική επικράτηση των νεότερων γενιών καταναλωτών, εξοικειωμένων με την τεχνολογία και με μία νέα καταναλωτική νοοτροπία, δίνοντας έτσι στα ελληνικά τρόφιμα τη δυνατότητα πρόσβασης σε μια πολύ δυναμική αγορά.

Τι προσέχουν οι Αμερικανοί

Αποκαλυπτική είναι η έκθεση «Viewpoint Survey» για τις κύριες προτεραιότητες των Αμερικανών καταναλωτών κατά την επιλογή τροφίμων και ποτών:

Οι καταναλωτές εμπιστεύονται περισσότερο τα συσκευασμένα προϊόντα με εμπορικό σήμα/brand (85%). To 80% εμπιστεύεται τα προϊόντα με εμπορικό σήμα, που πωλούνται χύμα, ωστόσο μόνο το 65% εμπιστεύεται τα προϊόντα που, αν και συσκευασμένα, δε φέρουν εμπορικό σήμα/brand.

Οι καταναλωτές επιθυμούν να τους παρέχονται περισσότερες πληροφορίες για την ασφάλεια του προϊόντος (55%) και ζητήματα που αφορούν την υγεία τους (53%), όπως για παράδειγμα αναλυτική λίστα συστατικών και κατάσταση συνθηκών υγιεινής σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας.

Το 38% των καταναλωτών επιθυμεί ενημέρωση για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του προϊόντος, όπως και τον κοινωνικό του αντίκτυπο (35%).

ΣΧΕΤΙΚΑ