Liberty Media: Πώς έγινε μια από τις πιο πολύτιμες αθλητικές αυτοκρατορίες στον κόσμο -Ο καταλυτικός ρόλος της F1

NEWSROOM
Formula 1
Formula 1 / Φωτογραφία shutterstock

Όταν ο πρόεδρος της Liberty Media, John Malone, προχώρησε στην εξαγορά της F1 για ένα ποσό που έφτασε τα 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, γνώριζε ότι έχει καταφέρει κάτι σπουδαίο αλλά έβαζε στόχο για κάτι μεγαλύτερο.

«Υπάρχει μια ευκαιρία να πάμε την F1 σε άλλο επίπεδο», είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους το 2016 όταν είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του. «Υπάρχει μια ανεκμετάλλευτη ψηφιακή αγορά που η F1 έχει ασχοληθεί μόνο επιφανειακά», πρόσθεσε.

Αυτό που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ήταν πόσο σύντομα θα έρθει έρθει αυτή η «ευκαιρία». Με την εμφάνιση του κορωνοϊού και τα μαζικά lockdown το 2020 οι φίλοι του αθλητισμού «ξεχύθηκαν» στο διαδίκτυο και η Liberty Media έβλεπε μπροστά της την χρυσή ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όραμα του πρόεδρο της.

Γενεές αποφάσεις στο οικονομικό

Για να πετύχει το στόχο της, η Liberty Media έπρεπε να βρει λύσεις στα προβλήματα οικονομικής φύσης του αθλήματος. «Αν ρίξετε μια ματιά πριν από 2019 και τον Covid, η κατάσταση ήταν δύσκολη, κοντά στη χρεοκοπία», δήλωσε ο Fred Vasseur, επικεφαλής της Scuderia Ferrari, μιας ομάδας που ξόδευε περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια τη σεζόν για να είναι στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος.

Οι τρεις κορφυαίες ομάδες, με βάση την απόδοση εκείνη την εποχή, Ferarri, Red Bull και Mercedes ξόδευσαν περισσότερο από τους άλλους και έπαιρναν υπερβολικά μεγαλύτερα ποσά από τα τηλεοπτικά συμβόλαια και τα έπαθλα, την ώρα που άλλες ομάδες πάλευαν για χρηματοδότηση. Όπως είναι φυσιολογικό αυτό προκάλεσε μια τρομερή ανισότητα στο grid.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο πολλές ομάδες κινδύνευαν με αφανισμό, κάτι που οδήγησε την Liberty Media να πάρει σημαντικές αποφάσεις και να προχωρήσει σε τομές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η F1 για δεκαετίες.

Το «μπόνους παλαιότητας» που έπαιρναν οι παραδοσιακές ομάδες του grid περιορίστηκε και εφαρμόστηκε μια πιο δίκαιη κατανομή των εσόδων από τις μεταδόσεις. Με την χρηματοδότηση υπό έλεγχο οι ομάδες έπρεπε να περιορίσουν τις δαπάνες τους.

«Τώρα έχουμε ένα ανώτατο όριο κόστους», δήλωσε ο Zak Brown, CEO της Mclaren Racing, στην εκπομπή Inside Track του CNBC. «Οι δαπάνες είναι πολύ μικρότερες από ό,τι ήταν προηγουμένως, γεγονός που επέτρεψε και στις 10 ομάδες να παίξουν με πραγματικά ίσους όρους».

Ο παράγοντας Netflix

Οι αποκατάσταση της ανισότητας, πάντα στο μέτρο του δυνατού, δημιούργησε πιο συναρπαστικές ιστορίες τις οποίες εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το Netflix. Ο συγχρονισμός ήταν ιδανικός. Καθώς ο κόσμος βρισκόταν στο σπίτι του λόγω της παγκόσμιας πανδημίας, το Netflix έδωσε στη δημοσιότητα τη δεύτερη σεζόν της σειράς «Drive to Survive», εισάγοντας στρατιές νέων οπαδών σε ένα άθλημα που ξεχωρίζουν οι προσωπικότητες, υπάρχει αρκετό δράμα και παρασκηνιακές συζητήσεις.

«Συνήθιζα να πιστεύω πως είναι το πιο σημαντικό πράγμα που συνέβη στον μηχανοκίνητο αθλητισμό εδώ και 40 χρόνια. Τώρα πιστεύω ότι είναι το πιο σημαντικό που συνέβη στον αθλητισμό γενικότερα τα τελευταία 40 χρόνια», δήλωσε ο CNBC ο Stuart Pringle, CEO της πίστας του Silverstone στη Μεγάλη Βρετανία.

Το «φαινόμενο Netflix» ήταν μόνο ένα μέρος της «ανεκμετάλλευτης ψηφιακής αγοράς» που είχε οραματιστεί ο Malone, με τους φίλους του αθλήματος να παρακολουθούν δημιουργούς περιεχομένου να αγωνίζονται online σε εικονικές πίστες στο επίσημο βιντεοπαιχνίδι του franchise. Γνωρίζοντας πόσο κόσμο έχουν αυτά τα κανάλια, η Liberty Media έδρασε γρήγορα και επένδυσε σημαντικά σε αυτό το κομμάτι.

Το «μπάσιμο» στην Αμερικανική αγορά

«Χρειαζόμασταν νέους τύπους εταιρικών συνεργατών στο άθλημα», δήλωσε ο Brown. «Εταιρείες όπως η Google, η Coca – Cola και η Dell, οι οποίες δεν είχαν ιστορική σχέση με το άθλημα μας», πρόσθεσε ο Αμερικανός. Για να προσελκύσει τέτοιες εταιρείες, ωστόσο, η F1 χρειαζόταν κάτι μεγαλύτερο.

Η Liberty είδε ότι η F1 δεν είχε προχωρήσει σε σημαντικές επενδύσεις στην αγορά των ΗΠΑ. Έτσι, καθώς η πανδημία άρχισε να υποχωρεί έβαλε σε εφαρμογή το πλάνο της να ανοιχτεί σε αυτή την τεράστια δεξαμενή. Το Μαϊάμι μπήκε στο καλεντάρι του 2022, αυξάνοντας τον αριθμό των αγώνων που γίνονται στις ΗΠΑ στους δυο (μαζί με το Όστιν του Τέξας).

Τα υψηλόβαθμα στελέχη της Liberty έβλεπαν ότι για να πετύχουν στις ΗΠΑ θα χρειαζόταν να δώσουν στο κοινό ένα γκλαμουράτο σόου. Αυτό ήταν σε θέση να το προσφέρει ένας αγώνας στους δρόμους του Λας Βέγκας, όπως και έγινε ένα χρόνο αργότερα. Με κόστος 600 εκατομμύρια δολάρια, το Σαββατοκύριακο του αγώνα έφερε 315.000 επισκέπτες στην πόλη, δημιουργώντας συσσώρευση ιδιωτικών τζετ στα αεροδρόμια της πόλης.

«Ο λόγος που επενδύσαμε στο Λας Βέγκας ήταν επειδή καταλάβαμε αμέσως τις δυνατότητες της αμερικανικής αγοράς», δήλωσε ο CEO της F1, Stefano Domenicali στο CNBC.

Η στρατηγική απέδωσε καρπούς. Οι χορηγικές συμφωνίες διπλασιάστηκαν σε αξία μετά το Grand Prix του Λας Βέγκας, καθώς μεγάλες αμερικανικές εταιρείες μπήκαν στο άθλημα. Συμφωνίες με εταιρείες όπως η American Express, η Hilton και η Virgin Hotels βοήθησαν στην ανάπτυξη της παγκόσμιας απήχησης του αθλήματος.

Δεν λείπουν και οι επικρίσεις

Από τότε που η Liberty Media απέκτησε την F1 το 2017 η αξία του αθλήματος διπλασιάστηκε από τα 8 δισεκατομμύρια δολάρια σε περίπου 17 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023. Ωστόσο δεν έχουν λείψει και κάποια ζητήματα. Για παράδειγμα τους τελευταίους μήνες υπάρχει κόντρα ανάμεσα στη Liberty Media και την Andretti Global καθώς η αμερικανική ομάδα θέλει να μπει στην F1 αλλά βρίσκει κλειστές πόρτες.

Επίσης, το όλο και μεγαλύτερο καλεντάρι έχει θέσει σε κίνδυνο τους στόχους βιωσιμότητας που έχει θέσει το ίδιο το άθλημα. Θυμίζουμε ότι οι ομάδες της F1 χρειάζεται να μεταφέρουν μεγάλους όγκους εξαρτημάτων κάτι που επιβαρύνει το περιβάλλον με εκπομπές ρύπων.

Οι Liberty Media θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα με το ίδιο όραμα και προσαρμοστικότητα που οδήγησαν το Forbes να την ανακυρίξη ως την πιο πολύτιμη «αθλητική αυτοκρατορία» στον κόσμο.

ΣΧΕΤΙΚΑ