Ασάνζ: Ένας χάκερ που αναδείχθηκε σε σύμβολο της ελευθερίας του Τύπου

NEWSROOM
Ασανζ-Τζούλιαν
Ο Τζούλιαν Ασάνζ / Φωτογραφία: AP

Ο Ασάνζ κρατούνταν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας στο Λονδίνο, από τον Απρίλιο του 2019

Κρατούμενος επί πέντε χρόνια στη Βρετανία και καταζητούμενος για καιρό στις ΗΠΑ, ο Τζούλιαν Ασάνζ έχει αναχθεί στα μάτια των υποστηρικτών του σε σύμβολο της ελευθερίας του Τύπου.

Έπειτα από χρόνια δικαστικών μαχών, ο ιδρυτής του WikiLeaks μπορεί να αναπνεύσει: κατάληξε χθες Δευτέρα σε συμφωνία να δηλώσει ένοχος για παραβίαση της αμερικανικής νομοθεσίας περί κατασκοπείας, με αντάλλαγμα να αφεθεί ελεύθερος ώστε να μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Αυστραλία.

Μια ανακοίνωση που έγινε την ώρα που η βρετανική δικαιοσύνη επρόκειτο να εξετάσει τον Ιούλιο την ύστατη προσφυγή του Ασάνζ κατά της έκδοσής του στις ΗΠΑ. Το περιβάλλον του τόνιζε ότι η σωματική υγεία του 52χρονου Αυστραλού έχει επιδεινωθεί έπειτα από 12 χρόνια που είναι έγκλειστος, πέντε από τα οποία στη φυλακή, και οι δικηγόροι του δεν σταματούσαν να προειδοποιούν για τον κίνδυνο να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει.

«Θα βάλουν τον Τζούλιαν σε μια τρύπα τόσο βαθιά που δεν θα τον ξαναδώ ποτέ», αν εκδοθεί στις ΗΠΑ, είχε δηλώσει στα μέσα Φεβρουαρίου η σύζυγός του Στέλλα, πρώην δικηγόρος του η οποία τον παντρεύτηκε τον Μάρτιο του 2022. Μαζί έχουν αποκτήσει δύο παιδιά.

«Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι η ψυχική υγεία του Τζούλιαν είναι εξαιρετικά ανησυχητική και ότι διακυβεύεται η επιβίωσή του», είχε προσθέσει.

Οι ΗΠΑ ήθελαν να δικάσουν τον Ασάνζ για τη δημοσίευση από το 2010 στον ιστότοπο WikiLeaks περισσότερων από 700.000 απόρρητων εγγράφων που περιέγραφαν τις διπλωματικές και στρατιωτικές δραστηριότητες της Ουάσινγκτον, κυρίως στο Αφγανιστάν και το Ιράκ.

Ο Ασάνζ κρατούνταν στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Μπέλμαρς, στο ανατολικό Λονδίνο, από τον Απρίλιο του 2019 όταν απομακρύνθηκε με τη βία από την πρεσβεία του Ισημερινού, όπου είχε καταφύγει επτά χρόνια νωρίτερα. Τότε κατηγορούνταν για βιασμό στη Σουηδία, μια κατηγορία που αποσύρθηκε.

«Ο Τζούλιαν Ασάνζ είναι ελεύθερος» και εγκατέλειψε τη Βρετανία, έγραψε ο WiliLeaks αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με την αμερικανική δικαιοσύνη.

Ο Αυστραλός ξεκίνησε τη ζωή του ακολουθώντας τη μητέρα του, Κριστίν Αν Ασάνζ, η οποία ήταν καλλιτέχνιδα του θεάτρου και πήρε διαζύγιο από τον πατέρα του αμέσως αφού γεννήθηκε ο Τζούλιαν.

Συνέκρινε την παιδική του ηλικία με αυτή του Τομ Σόγιερ. Σε ηλικία 15 ετών είχε ήδη ζήσει σε περισσότερες από 30 πόλεις της Αυστραλίας, προτού εγκατασταθεί στη Μελβούρνη, όπου σπούδασε μαθηματικά, φυσική και πληροφορική.

Εντάχθηκε στην κοινότητα των χάκερς και άρχισε να μπαίνει παράνομα στους ιστότοπους της Nasa ή του Πενταγώνου χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο “Mendax”.

Το 2006 δημιούργησε τον ιστότοπο WikiLeaks για να «απελευθερώσει» τον Τύπο και να «αποκαλύψει τα μυστικά και τις παραβιάσεις των ΗΠΑ». Τότε έγινε, σύμφωνα με έναν από τους βιογράφους του, «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος του κόσμου».

Στο ευρύ κοινό έγινε γνωστός το 2010 με τη δημοσίευση εκατοντάδων χιλιάδων διαβαθμισμένων αμερικανικών εγγράφων, γεγονός που τον ανέδειξε σε βασικό υπέρμαχο της υπεράσπισης του δικαιώματος στην ενημέρωση.

Δέκα χρόνια πριν βρεθεί στον Λευκό Οίκο ο Τζο Μπάιντεν, τότε αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, είχε δηλώσει ότι ο Ασάνζ μοιάζει περισσότερο «με υψηλής τεχνολογίας τρομοκράτη» παρά με διάδοχο των Pentagon Papers, τα οποία είχαν αποκαλύψει τη δεκαετία του 1970 τα ψεύδη των ΗΠΑ αναφορικά με τον πόλεμο στο Βιετνάμ.

«Σύμφωνα με τον Βορειοαμερικανό αντιπρόεδρο, η αλήθεια για τις ΗΠΑ ισοδυναμεί με τρομοκρατία», είχε απαντήσει ο Ασάνζ.

Εξάλλου το 2016 ο WikiLeaks αποκάλυψε στη διάρκεια της αμερικανική προεκλογικής εκστρατείας χιλιάδες μέιλ του Δημοκρατικού κόμματος και της ομάδας της Χίλαρι Κλίντον, υποψήφιας τότε για την προεδρία των ΗΠΑ.

Το επεισόδιο αυτό προκάλεσε υποψίες από τους επικριτές του ότι συνεργάστηκε με τη Ρωσία, ενώ κέρδισε τα εύσημα από τον αντίπαλο της Κλίντον, τον Ντόναλντ Τραμπ. Η CIA κατήγγειλε ότι ο WikiLeaks έλαβε τα έγγραφα αυτά μέσω Ρώσων πρακτόρων, κάτι που ο ιστότοπος αρνήθηκε.

Το 2011 πέντε εφημερίδες (ανάμεσά τους οι New York Times, The Guardian, Le Monde) που συνδέονταν με τον WikiLeaks είχαν καταδικάσει τις μεθόδους του ιστότοπου, που δημοσίευσε τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χωρίς να καλύπτει κάποιες ευαίσθητες πληροφορίες, εκτιμώντας ότι ενδέχεται «να θέσουν σε κίνδυνο κάποιες πηγές».

Στα τέλη του 2022 οι ίδιες εφημερίδες ζήτησαν από την αμερικανική κυβέρνηση να αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ διότι «η δημοσίευση δεν αποτελεί αδίκημα».

ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΣΧΕΤΙΚΑ