DW: Είναι εφικτό ένα ευρωπαϊκό δίκτυο «πράσινης» ενέργειας;
Η αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών αποτελεί βασικό «στοίχημα» για τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο κρίνεται αναγκαίο. Είναι όμως και εφικτό;
Άδηλο παραμένει αν και με ποιον τρόπο τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών -και κυρίως η αισθητή υποχώρηση των Πρασίνων στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων- θα επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις της επόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ένα είναι σίγουρο, ωστόσο: Η καλύτερη αξιοποίηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας θεωρείται βασική παράμετρος για την επίτευξη των φιλόδοξων «κλιματικών στόχων» που έχει θέσει η προηγούμενη Επιτροπή.
Πολλές περιφέρειες στην Ευρώπη είναι πλούσιες σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η Ευρώπη ως σύνολο δεν μπορεί να επωφεληθεί από την αυξημένη παραγωγή αιολικής ή ηλιακής ενέργειας, καθώς δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς δυνατότητες για την αποθήκευση και τη μεταφορά της ενέργειας. Η Επίτροπος για την Ενέργεια, Κάντρι Σίμσον, έχει επισημάνει ότι «σήμερα το ενεργειακό δίκτυο θεωρείται ανεπτυγμένο, αλλά στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης εκτιμάται ότι θα διπλασιαστούν οι ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης. Πρέπει λοιπόν να εκσυγχρονίσουμε το δίκτυό μας, ώστε στο μέλλον να τροφοδοτείται με περισσότερη ενέργεια, προερχόμενη από ανανεώσιμες πηγές».
Ευρωπαϊκή «ποικιλομορφία» και στην ενέργεια
Στη Βόρεια Ευρώπη, αλλά και στις χώρες που βρέχονται από τη Βαλτική Θάλασσα, η αιολική ενέργεια αποτελεί κύρια προτεραιότητα. Στον ηλιόλουστο Νότο της Ευρώπης προέχει η παραγωγή ηλιακής ενέργειας. Όπως εξηγεί ο Χάραλντ Μπράντκε, διευθυντής του Κέντρου Ενεργειακής Τεχνολογίας στο Ινστιτούτο Φράουνχοφερ της Καρλσρούης, «τα δύο αυτά στοιχεία αλληλοσυμπληρώνονται θαυμάσια. Τον χειμώνα έχουμε αυξημένη παραγωγή αιολικής ενέργειας, το καλοκαίρι περισσότερα φωτοβολταϊκά…».
Από και και πέρα όμως, πρέπει να αποθηκευθούν και να μεταφερθούν εκεί που χρειάζεται οι απαραίτητες ποσότητες. Δεξαμενές ενέργειας, που λειτουργούν ως εφεδρείες, έχουν ήδη κατασκευαστεί στη Σκανδιναβία, στην Ιταλία, την Αυστρία και την Ελβετία. Όμως η κατασκευή ενός αξιόπιστου ευρωπαϊκού δικτύου καθυστερεί. Όπως εξηγεί ο ειδικός Χάραλντ Μπράνtκε, «αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Έχουμε μείνει επτά χρόνια πίσω, θεωρητικά θα έπρεπε να έχουμε ήδη κατασκευάσει 6.000 χιλιόμετρα δικτύου». Παλαιότερα η ΕΕ είχε εξετάσει σενάρια για τη μεταφορά ηλιακής ενέργειας από τρίτες χώρες.
Οικολογικές και …αισθητικές ενστάσεις
Το πρόβλημα για την Ευρώπη δεν είναι μόνο οικονομικό. Πολλοί αντιδρούν όταν μαθαίνουν ότι στη γειτονιά τους εγκαθίστανται στύλοι ηλεκτρικού δικτύου και προσφεύγουν στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι διαδικασίες. Κάποιοι θεωρούν ότι κινδυνεύει η υγεία τους, άλλοι φοβούνται ότι χάνει αξία η περιουσία τους. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να τοποθετηθούν υπόγειες καλωδιώσεις, αλλά και αυτό δεν είναι απλή υπόθεση.
Όπως αναφέρει ο Χάραλντ Μπράντκε, «αυτές οι καλωδιώσεις είναι πολύ πιο ακριβές και επιπλέον έχουν κάποιες επιπτώσεις για τους αγρότες. Το έδαφος ξηραίνεται. Σε απόσταση 20-25 μέτρων από αυτά τα καλώδια ο αγρότης δεν μπορεί να καλλιεργήσει τίποτα, άρα πρέπει και να αποζημιωθεί αντιστοίχως…».
Η ΕΕ γνωρίζει όλες αυτές τις δυσκολίες. Ρεαλιστική λύση θα ήταν η συγχρηματοδότηση με κοινοτικούς πόρους, μετά από τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου για τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Ενέργειας (TEN-E). Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Στρογγυλής Τράπεζας για τη Βιομηχανία, το κόστος των απαραίτητων επενδύσεων μέχρι το 2030 εκτιμάται σε 800 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ποσό είναι τεράστιο. Αλλά και η συμβατική ενέργεια έχει επίσης τεράστιο κόστος, τονίζει η Επίτροπος Κάντρι Σίμσον. «Σημειώστε ότι μόνο το 2022 οι Ευρωπαίοι καταναλωτές πλήρωσαν πάνω από 600 δισ. ευρώ για εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τρίτες χώρες», επισημαίνει. «Μπορεί λοιπόν να χρειαζόμαστε μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά ούτε και οι συμβατικές πηγές μας έρχονται δωρεάν…».
Λύσεις για ιδιωτική χρηματοδότηση
Υπάρχει βέβαια και το σενάριο της χρηματοδότησης με ιδιωτικά κεφάλαια. Ως υπόδειγμα αναφέρεται η ενεργειακή διασύνδεση που σχεδιάζεται αυτή τη στιγμή μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας. Όπως υποστηρίζει ο Γερμανός ειδικός Χάραλντ Μπράντκε «υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρείες ή συνταξιοδοτικά ταμεία που αναζητούν ασφαλείς επενδύσεις, με αποδόσεις που κυμαίνονται γύρω στο 4-6%. Πρέπει όμως αυτές οι επενδύσεις να έχουν μακροχρόνιο ορίζοντα. Ας μην είναι τόσο υψηλή η απόδοση, αρκεί να είναι ασφαλής και μακροχρόνια…».
Πηγή: DW