Βίζα για ψηφιακούς νομάδες: Τα τρία συστατικά για ένα πετυχημένο πρόγραμμα – Η περίπτωση της Ελλάδας
Η μακροχρόνια μετεγκατάσταση πλούσιων ατόμων σε χώρες με χαμηλότερο κόστος ζωής δεν είναι κάτι καινούργιο.
Πολλοί επικρίνουν το φαινόμενο με τους ψηφιακούς νομάδες, υποστηρίζοντας ότι συναινούν στην ταχεία ανάπτυξη περιοχών με παράλληλη εκτόξευση του κόστους για τους ντόπιους. Ο κοινωνικός, οικονομικός, χωροταξικός και πολιτιστικός διαχωρισμός μεταξύ των νομάδων και των τοπικών κοινοτήτων έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις ανά τον κόσμο
Ωστόσο, οι χώρες σε όλο τον κόσμο έχουν σπεύσει να προσελκύσουν νέους, εξειδικευμένους και ευέλικτους επαγγελματίες, πολλοί από τους οποίους εργάζονται εξ αποστάσεως. Από τη σκοπιά μιας κυβέρνησης, το παχύ πορτοφόλι τους μπορεί να ενισχύσει τις τοπικές οικονομίες μέσω των δαπανών και των επενδύσεων και το επιχειρηματικό τους πνεύμα μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στην καινοτομία. Ως αποτέλεσμα, τα προγράμματα «βίζας για εξ αποστάσεως εργασία» ή των «ψηφιακών νομάδων» έχουν «ξεφυτρώσει» σε όλο τον κόσμο, ιδίως μετά τα lockdowns για την πανδημία.
Ενώ τέτοιου είδους προγράμματα από τα οποία απουσιάζει ο προσεκτικός σχεδιασμός μπορούν να προκαλέσουν πολλά προβλήματα στις χώρες, ένα προσεκτικά σχεδιασμένο πρόγραμμα μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ντόπιων, των κυβερνήσεων και των νομάδων.
Τα συστατικά για μια πετυχημένη βίζα
Έρευνα που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα theconversation.com και βασίσθηκε σε μια επισκόπηση στις βίζες των ψηφιακών νομάδων σε 36 χώρες, έχει εντοπίσει τουλάχιστον τρία βασικά συστατικά μιας καλά σχεδιασμένης πολιτικής
Το πρώτο είναι το καλό μάρκετινγκ. Στο βιβλίο Digital Nomad του 1997, οι Makimoto και Manners ανέφεραν: «Όπως βλέπουμε ήδη κυβερνήσεις να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση βιομηχανικών επενδύσεων, έτσι μπορεί να δούμε κυβερνήσεις να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τους πολίτες».
Οι ιστοσελίδες που περιγράφουν τι προσφέρεται στους ψηφιακούς νομάδες (είτε πρόκειται για ήλιο, άμμο, νυχτερινή ζωή, υποδομές ή ένα ακμάζον οικοσύστημα startups) αποτελούν στρατηγική για πολλούς προορισμούς. Η προσφορά στοχευμένων υπηρεσιών μπορεί επίσης να κάνει έναν τόπο να ξεχωρίσει. Αυτές μπορεί να κυμαίνονται από καταλύματα και κόμβους συνεργασίας μέχρι πακέτα τουρισμού, οτιδήποτε υπόσχεται μια «καλύτερη ζωή».
Το δεύτερο συστατικό είναι μια απλή διαδικτυακή διαδικασία υποβολής των αιτήσεων. Πολλά συστήματα για βίζες δεν είναι παρά επικαιροποιήσεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας για μια νέα κατηγορία επισκεπτών κάτι μεταξύ του τουρίστα και του μετανάστη. Ακολουθούν τους συνήθεις κανόνες για την αίτηση βίζας, που συχνά απαιτούν προσωπική επίσκεψη σε κάποιο προξενείο και εβδομάδες αναμονής για την έκδοση της απόφασης.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πολλούς εύπορους ψηφιακούς νομάδες να συμπληρώνουν τα έντυπα μετανάστευσης και να περιμένουν στην ουρά για να εκπληρώσουν τα γραφειοκρατικά τους καθήκοντα. Τέτοια εμπόδια μπορεί να μην αποτρέψουν συνολικά τους ανθρώπους από το να εγκατασταθούν σε μια χώρα, όμως θα αναγκάσουν πολλούς εξ αποστάσεως εργαζόμενους να εκμεταλλευτούν παραθυράκια -όπως η διακίνηση με βίζα ή η καταβολή φόρων αλλού-, παραθυράκια που υπονομεύουν τα όποια πιθανά οφέλη για τις τοπικές κοινότητες.
Το τελευταίο -και πιο σημαντικό- συστατικό είναι να διασφαλιστεί ότι οι τοπικοί πληθυσμοί θα επωφεληθούν από την εισροή των εξ αποστάσεως εργαζομένων. Οι βίζες για τους ψηφιακούς νομάδες θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων και όχι απλώς να δίνουν προτεραιότητα στα προνόμια της νέας ταξιδιωτικής ελίτ.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί διευκολύνοντας τους νομάδες να πληρώνουν φόρους εκεί που εγκαθίστανται, καθώς και λαμβάνοντας μέτρα για τον μετριασμό των επιπτώσεών τους στις γειτονιές και τις αγορές κατοικίας. Τα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την παροχή κινήτρων για επισκέψεις εκτός εποχής, την ενθάρρυνση της μακροπρόθεσμης εγκατάστασης ή την προώθηση επιλογών για στέγαση εκτός των αστικών περιοχών όπου καταγράφεται υπερσυγκέντρωση.
Ένα σωστά σχεδιασμένο σύστημα μπορεί να αποφέρει τεράστια οφέλη στις τοπικές κοινότητες. Αυτό μπορεί διερευνηθεί εξετάζοντας τρεις διαφορετικούς τομείς, με παραδείγματα από όλο τον κόσμο.
Ενίσχυση του τουρισμού και η περίπτωση της Ελλάδας
Οι ψηφιακοί νομάδες μπορούν να διαφοροποιήσουν τις τουριστικές βιομηχανίες, παρέχοντας μια σταθερή, όλο το χρόνο ροή σχετικά μακροπρόθεσμων, εύπορων επισκεπτών. Κάτι που παρέχει πιο βιώσιμα «καύσιμα» για τις τοπικές οικονομίες από ό,τι οι εποχιακές τουριστικές ροές.
Μια μελέτη σχετικά με την βίζα για τους ψηφιακούς νομάδες στην Ελλάδα, εκτιμά ότι η προσέλκυση 100.000 ψηφιακών νομάδων ετησίως (που μένουν κατά μέσο όρο 6 μήνες) θα δημιουργούσε έσοδα που αντιστοιχούν σε 2,5 εκατομμύρια εβδομαδιαίες τουριστικές διαμονές.
Κατά τους πρώτους δέκα μήνες του προγράμματος Welcome Stamp, τα Μπαρμπάντος ισχυρίζονται ότι εισέπραξαν τεράστια ποσά ύψους 6 εκατ. δολαρίων σε τέλη και δημιούργησαν τουριστικά έσοδα ύψους τουλάχιστον 100 εκατ. δολαρίων από μόλις 2.500 αιτούντες.
Κινητήρια δύναμη της καινοτομίας
Δεδομένης της φήμης τους (είτε είναι ακριβής είτε όχι) ως τεχνολογικά καταρτισμένοι εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης, οι ψηφιακοί νομάδες θεωρούνται συχνά ως πόρος που μπορεί να ενισχύσει τα επιχειρηματικά οικοσυστήματα και τη βιομηχανία της τεχνολογίας. Είναι απίθανο να το κάνουν αυτό στις περιπτώσεις «in-fun-out» (οι ψηφιακοί νομάδες έρχονται, περνούν καλά και αποχωρούν) της Ελλάδας και των Μπαρμπάντος, όμως οι στοχευμένες προσεγγίσεις μπορούν να προσελκύσουν ψηφιακούς νομάδες που θέλουν να παραμείνουν περισσότερο και να προωθήσουν τη συμμετοχή τους στις τοπικές αγορές εργασίας.
Η Εσθονία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η βίζα για τους ψηφιακούς νομάδες είναι ένα απότοκο του προγράμματος e-Residency, μιας νομικής εργαλειοθήκης για την ίδρυση και τη λειτουργία μιας ψηφιακής επιχείρησης. Προωθεί και συμπληρώνει αυτή τη νομοθεσία, ενθαρρύνοντας και διευκολύνοντας την εμπλοκή των νομάδων με το τοπικό οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων.
Το Nomad Pass της Μαλαισίας πηγαίνει ακόμη πιο μακριά, καθώς περιορίζεται στους νομάδες που ασκούν «ψηφιακά επαγγέλματα». Παρέχει πρόσβαση σε συνεργατικούς κόμβους, σχεδιασμένους να συνδέουν τις τοπικές ψηφιακές επιχειρήσεις με ξένα ταλέντα.
Ανοίγοντας την πόρτα στη μακροπρόθεσμη μετανάστευση
Η μακροχρόνια μετεγκατάσταση πλούσιων ατόμων σε χώρες με χαμηλότερο κόστος ζωής δεν είναι κάτι καινούργιο. Τρανό παράδειγμα οι περισσότεροι από 100.000 Βρετανοί συνταξιούχοι που έχουν εγκατασταθεί στην Ισπανία. Οι νομάδες είναι -από πολλές απόψεις-, απλώς μια νεότερη, πιο επιθυμητή εκδοχή των εκπατρισμένων, τους οποίους ορισμένες χώρες προσπαθούν να προσελκύσουν για να ενισχύσουν τις εγχώριες επενδύσεις και δαπάνες.
Η Μάλτα εισήγαγε την άδεια διαμονής για τους νομάδες ως προσθήκη στο καθιερωμένο από καιρό πρόγραμμα διαμονής μέσω επενδύσεων. Η βίζα για τους μακροχρόνιους κατοίκους στην Ταϊλάνδη ακολουθεί μια παρόμοια πορεία, προσφέροντας φορολογικά κίνητρα για υψηλόμισθους ξένους εργαζόμενους που μετακομίζουν στην Ταϊλάνδη για έως και δέκα χρόνια.
Το συμπέρασμα
Δεν υπάρχει μία και μοναδική, τέλεια φόρμουλα για τη βίζα των ψηφιακών νομάδων. Το πρόγραμμα κάθε χώρας θα πρέπει να υπαγορεύεται από το τι μπορεί να κερδίσει και τι μπορεί να προσφέρει ως αντάλλαγμα.
Οι ελκυστικοί τουριστικοί προορισμοί μπορούν ήδη να παρέχουν ιδανικές συνθήκες για τους βραχυπρόθεσμους επισκέπτες που αναζητούν τον ήλιο και την περιπέτεια. Από την άλλη πλευρά, οι επίδοξοι τεχνολογικοί κόμβοι, μπορούν να προσελκύσουν ταλέντα της πληροφορικής και επιχειρηματίες στον κλάδο της τεχνολογίας για να απολαύσουν το τοπικό οικοσύστημα καινοτομίας, ενώ οι χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο και προσιτή στέγαση αποτελούν μια προφανή επιλογή για μόνιμη μετεγκατάσταση. Οι βίζες για τους ψηφιακούς νομάδες μπορούν και πρέπει να αξιοποιήσουν αυτά τα προϋπάρχοντα πλεονεκτήματα.
Όλοι μας θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο τελικός στόχος δεν είναι η ικανοποίηση του ψηφιακού νομάδα ή η ενίσχυση των ανισοτήτων. Όταν σχεδιάζονται και εκτελούνται σωστά, οι βίζες για τους ψηφιακούς νομάδες μπορούν να αξιοποιήσουν την διάδοση της εξ αποστάσεως εργασίας προς όφελος των τοπικών κοινοτήτων.