Έκτακτη συνάντηση Μητσοτάκη, Μέρκελ, Μακρόν, Σάντσεθ
Πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και αρχηγών κρατών-μελών της ΕΕ βρίσκονται σε εξέλιξη προκειμένου να υπάρξει μια συμβιβαστική πρόταση για τον επταετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής.
Στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες για το θέμα του Προϋπολογισμού 2021-2027, πραγματοποιείται αυτή την ώρα συνάντηση Μακρόν, Μέρκελ, Σάντσεθ, Μητσοτάκη, Κόντε στα γραφεία της Ισπανικής Μόνιμης Αντιπροσωπείας.
Σε δηλώσεις του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης εκτίμησε ότι αυτή τη στιγμή η Έκτακτη Σύνοδος Κορυφής είναι σε σημείο στο οποίο δεν είναι εύκολο να βρεθεί μέση οδός.
Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, ο κ. Βαρβιτσιώτης εξέφρασε την εκτίμηση ότι δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί ο διχασμός ανάμεσα στις χώρες που είναι καθαροί συνεισφορείς και τις χώρες της συνοχής. «Χθες φάνηκε ένας διχασμός ανάμεσα στις χώρες οι οποίες είναι καθαροί συνεισφορείς και στις χώρες της Συνοχής που δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί τις επόμενες ώρες» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Βαρβιτσιώτης.
Επίσης εξέφρασε την εκτίμηση πως το πιο πιθανό είναι να ακολουθήσει νέα σύνοδος. Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε πως στην έκτακτη σύνοδο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα στείλει το μήνυμα ότι δεν μπορούμε να ζητάμε από την Ευρώπη να κάνει περισσότερα έχοντας στη διάθεσή της λιγότερους πόρου και ότι πρέπει να σταθούμε αλληλέγγυοι στην έκφραση της βούλησης των Ευρωπαίων πολιτών που ζητάνε από την ΕΕ πολλά περισσότερα, και για την ανάπτυξη τους και για τη στήριξη της γεωργίας και των απομακρυσμένων περιοχών και για τη σύγκλιση, αλλά και για την ασφάλεια σε ό,τι αφορά στη μετανάστευση και τις καινούργιες προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζουν.
Σε ό,τι αφορά τη συνάντηση με τις χώρες της ομάδας των Φίλων της Συνοχής που είχε ο πρωθυπουργός σήμερα το πρωί, στο περιθώριο της έκτακτης συνόδου κορυφής, ο κ. Βαρβιτσιώτης τόνισε πως είναι μια απάντηση προς τη σκληρή στάση των «Φρούγκαλ», δηλαδή των χωρών οι οποίες δεν θέλουν να αυξηθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός πάνω από το 1% του κοινοτικού ΑΕΠ.