Ολοταχώς ο ΑΔΜΗΕ για τη διασύνδεση με Κρήτη
Δεσμεύσεις από ελληνικές συστημικές τράπεζες για τη χρηματοδότηση του εμβληματικού έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Αττικής – Κρήτης έχει εξασφαλίσει ο ΑΔΜΗΕ, σύμφωνα με πληροφορίες του economistas.gr, καθώς αποτελεί προτεραιότητα η έγκαιρη ολοκλήρωση του στρατηγικού αυτού έργου υποδομής, εντός του 2022.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ΑΔΜΗΕ επισπεύδει την προκήρυξη του διαγωνισμού για την εξεύρεση επενδυτή, για την απόκτηση του 39% των μετοχών της θυγατρικής του εταιρείας, Αριάδνη, η οποία θα προωθήσει το μεγάλο έργο της ενεργειακής διασύνδεσης. Σύμφωνα με πληροφορίες η σχετική πρόσκληση για την εκδήλωση επενδυτικού ενδιαφέροντος (Express of Interest) θα δημοσιευτεί άμεσα ενώ ήδη έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον μεγάλες διεθνείς εταιρίες.
Το έργο θωρακίζει ενεργειακά την Κρήτη τερματίζοντας ένα εξαιρετικά προβληματικό και ξεπερασμένο μοντέλο ηλεκτροδότησης που βασίζεται σε ρυπογόνες μονάδες παλαιάς τεχνολογίας, υψηλού κόστους παραγωγής και χαμηλής αποδοτικότητας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Κρήτη επιβαρύνει με πρόσθετο κόστος περίπου 350 εκατ. ευρώ ετησίως τη ΔΕΗ, κόστος που περνά στον καταναλωτή μέσω των ΥΚΩ (Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας). Η σύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό δίκτυο αποτελεί έργο μείζονος σημασίας το οποίο θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί προ δεκαετίας, κάτι που αν είχε γίνει θα είχε οδηγήσει στην εξοικονόμηση για τη χώρα, και τους καταναλωτές, ποσού περίπου 4 δισ. ευρώ
Σημειώνεται ότι το έργο καρκινοβατεί από το 2013 ενώ η ελληνική πλευρά έχει έρθει σε ρήξη με την κυπριακή εταιρεία EuroAsia Interconnector, η οποία είχε αναλάβει να προωθήσει τη διακρατική ηλεκτρική διασύνδεση Αττική-Κρήτη, Κρήτη-Κύπρος, Κύπρος-Ισραήλ ως Έργο Κοινού Ενδιαφέροντος (Project of Common Interest - PCI).
Το σκέλος του σχεδίου που αφορά τη διασύνδεση Αττικής – Κρήτης είναι πλέον οριστικό ότι θα προωθηθεί από τον ΑΔΜΗΕ και την εταιρεία ειδικού σκοπού «Αριάδνη» ως εθνικό έργο και όχι ως PCI, παρά τις αντιρρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Η μεγάλη διασύνδεση της Κρήτης δικαιωματικά είναι εθνικό έργο που ανήκει στον ΑΔΜΗΕ», τόνιζε χαρακτηριστικά, μιλώντας πριν από λίγες ημέρες στη Βουλή, ο υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης.
Εξηγώντας την απόφαση να προωθηθεί το έργο ως εθνικό, εκτός του ευρύτερου σχήματος για τη διασύνδεση με την Κύπρο και το Ισραήλ, ο κ. Σταθάκης υπογράμμισε ότι «είναι ένα έργο, το οποίο είναι εθνικό από τη φύση του και είχε ενταχθεί και σε ένα διασυνοριακό έργο. Ποια ήταν η λύση; Η λύση ήταν αυτή που πρόκρινε η παρούσα κυβέρνηση: Να γίνει από κοινού το έργο, αντί να γίνουν δυο έργα, που δεν έχει κανένα νόημα, με έναν όρο ως «κόκκινη γραμμή»: το 51% του project θα ανήκει στον ΑΔΜΗΕ. Πάγιο εθνικό συμφέρον.
Υπογράψαμε τις συμβάσεις, είπαμε “ελάτε να το κάνουμε” και μετά η άλλη πλευρά άρχισε τις υπαναχωρήσεις. Πολλές υπαναχωρήσεις, πάρα πολλές υπαναχωρήσεις από ό,τι υπέγραψε. Στην Κρήτη πρέπει να γίνει μεγάλη διασύνδεση. Έπρεπε να ξεκινήσει από χθες. Με όλη αυτή την εμπλοκή παρατάθηκε και αυτή τη στιγμή μετρώ ότι χάσαμε έναν ολόκληρο χρόνο, για να μην πω ενάμιση».
Η σημασία του έργου
Πηγές με γνώση του θέματος τονίζουν στο economistas.gr ότι η ολοκλήρωση του έργου εντός του 2022, σύμφωνα με το δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα που έχει εγκρίνει η ΡΑΕ, είναι επιτακτική ανάγκη, καθώς στο τέλος του 2019 θα λήξει η εξαίρεση από την κοινοτική νομοθεσία για τις εκπομπές ρύπων από τις ρυπογόνες μονάδες της ΔΕΗ που ηλεκτροδοτούν την Κρήτη.
Ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την βαθμιαία απεξάρτηση του νησιού από τις μονάδες αυτές θα γίνει το 2020, οπότε θα περατωθεί η «μικρή» ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Πελοποννήσου, εξηγούν οι ίδιες πηγές. Με τη «μεγάλη» διασύνδεση Κρήτης-Αττικής, το θέμα της επάρκειας εφοδιασμού του νησιού θα λυθεί για το ορατό μέλλον.
Το project αυτό διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην «απανθρακοποίηση» της παραγωγής ρεύματος στην Ελλάδα (βασική συνιστώσα του μακροπρόθεσμου Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού) αλλά και στην περαιτέρω διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, που αποτελεί δέσμευση της Ελλάδας έναντι της ΕΕ.
Η απόφαση να προωθηθεί το έργο ως ένα εθνικό έργο υποδομής ωρίμασε στα τέλη του περασμένου χρόνου, όταν έγινε φανερό ότι οι επιλογές της Κομισιόν για το PCI θα προκαλούσαν μεγάλη καθυστέρηση στη διασύνδεση Αττικής – Κρήτης, με σοβαρό κόστος για τους καταναλωτές.
Η Κομισιόν εισηγήθηκε να γίνουν ταυτόχρονα και ενιαία οι διαγωνισμοί και για τις τρεις διασυνδέσεις (Αττική-Κρήτη, Κρήτη-Κύπρος, Κύπρος-Ισραήλ), παρότι μόνο η διασύνδεση Αττικής – Κρήτης είχε ωριμάσει, τεχνικά και χρηματοοικονομικά, ενώ τα άλλα δύο σκέλη βρίσκονταν πολύ πίσω.
Άλλη καθυστέρηση δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή από την Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που ο ΑΔΜΗΕ είχε κάνει τεράστια προσπάθεια για την ωρίμανση του έργου. Τα τιμολόγια ρεύματος των Ελλήνων καταναλωτών επιβαρύνονται με χρεώσεις Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (ΥΚΩ) τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ το χρόνο, όσο η Κρήτη παραμένει ενεργειακά αποκομμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Χάνονται χρηματοδοτήσεις;
Όσο διαρκούσε η αντιπαράθεση με την Κομισιόν και την EuroAsia Interconnector, διατυπωνόταν από ορισμένους το επιχείρημα ότι ο διαχωρισμός του ελληνικού έργου από το ευρύτερο ευρωπαϊκό PCI θα προκαλούσε απώλεια χρηματοδότησης από το κοινοτικό ταμείο Connecting Europe Facility (CEF), την οποία θα πλήρωναν οι Έλληνες καταναλωτές.
Πηγές που γνωρίζουν πολύ καλά την υπόθεση από ελληνικής πλευράς υπογραμμίζουν ότι αυτές οι αιτιάσεις είναι, σε μεγάλο βαθμό, παραπλανητικές. Όπως αναφέρουν, η διασύνδεση Κρήτης - Αττικής δεν θα λάμβανε καθόλου χρηματοδότηση από το CEF, καθώς είναι το μοναδικό κομμάτι που είναι βιώσιμο και θα αποσβεστεί μέσα σε λίγα χρόνια (το κόστος των ΥΚΩ λόγω Κρήτης είναι 350 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ενώ ο προϋπολογισμός του έργου είναι 1 δισ. ευρώ). Στην πραγματικότητα, η κοινοτική χρηματοδότηση θα κατευθυνόταν στο κομμάτι Κρήτης - Κύπρου ώστε αυτό το έργο να καταστεί βιώσιμο και να προσελκύσει και άλλους χρηματοδότες.
Με άλλα λόγια, ενώ η Ελλάδα θα είχε μικρά ή εντελώς αμελητέα χρηματοδοτικά οφέλη από την ένταξη της διασύνδεσης Αττικής – Κρήτης στο PCI, η καθυστέρηση εκτέλεσης του έργου, που θα ήταν το βέβαιο αποτέλεσμα του συγχρονισμού με τα άλλα σκέλη του PCI, θα είχε κόστος εκατοντάδων εκατομμυρίων για τους Έλληνες καταναλωτές.
Η διαμάχη με την EuroAsia
Για τη ρήξη με την EuroAsia Interconnector, πηγές του ΑΔΜΗΕ επιρρίπτουν την ευθύνη στην κυπριακή εταιρεία. Τονίζουν ότι το καλοκαίρι του 2017 οι δύο πλευρές υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας, αλλά όταν έφθασε η ώρα να μετεξελιχθεί το μνημόνιο σε μια συμφωνία μετόχων για την κοινή εταιρεία ειδικού σκοπού που θα υλοποιούσε τη διασύνδεση (όπου ο ΑΔΜΗΕ θα είχε μερίδιο 51% και ο Euroasia 39%) έγινε σαφές ότι η EuroAsia ήταν απολύτως αφερέγγυα.
Όχι μόνο από χρηματοοικονομικής πλευράς, καθώς πρότεινε μετοχικό κεφάλαιο 24.000 ευρώ στην εταιρεία ειδικού σκοπού που θα υλοποιούσε ένα έργο προϋπολογισμού 1 δις. ευρώ, αλλά και ως εταίρος, προχωρώντας σε σωρεία μονομερών ενεργειών που ήταν αντίθετες με το πνεύμα του μνημονίου με τον ΑΔΜΗΕ, αλλά και με την κοινή απόφαση των Ρυθμιστικών Αρχών Ελλάδας και Κύπρου. Μεταξύ άλλων η Euroasia Interconnector δεν υπέβαλε αίτηση για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση όπως είχε δεσμευτεί.
Η Κομισιόν εξακολουθεί να υπερασπίζεται την αρχική απόφασή της για την επιλογή της EuroAsia, αφού είναι πολύ δύσκολο πολιτικά να υπαναχωρήσει σε αυτή την φάση, καθώς μάλιστα η κυπριακή εταιρεία έχει λάβει και χρηματοδότηση 15 εκατ. ευρώ από το CEF για μελέτες.
Όμως, η EuroAsia, τονίζουν πηγές του ΑΔΜΗΕ, δεν έχει δώσει μέχρι τώρα την παραμικρή απόδειξη ότι διαθέτει την τεχνική και οικονομική ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τόσο μεγάλου έργου. Έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι θα εξεύρει κεφάλαια για τη χρηματοδότηση του έργου, κάτι που διαψεύδεται συνεχώς από την πραγματικότητα.