ΔΝΤ: Να αντλήσουν νέα κεφάλαια οι τράπεζες

Φωτο: Shutterstock

Την ανησυχία του για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος εκφράζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην πρώτη του έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, ενώ εκφράζει ανοικτά τη διαφωνία του με την αύξηση του κατώτατου μισθού και προειδοποιεί για σοβαρούς δημοσιονομικούς κινδύνους από δικαστικές αποφάσεις για μισθούς και συντάξεις.

Δεδομένου ότι το Ταμείο έχει πλέον μόνο συμβουλευτικό ρόλο, στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος αυξημένης επιτήρησης για τις χώρες με υψηλό άνοιγμα έναντι του ΔΝΤ, μεγαλύτερη σημασία από τις παρατηρήσεις που κάνει στην έκθεσή του έχουν όσα αναφέρει για τις τράπεζες, στο βαθμό που αποτελούν ένα «οδηγό» για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και για τις αγορές.

Το Ταμείο χαρακτηρίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα «σοβαρά ευάλωτο» (“highly vulnerable”), κυρίως λόγω του υψηλού αποθέματος προβληματικών ανοιγμάτων (NPEs), ενώ επισημαίνει ότι η σχέση κράτους – τραπεζών εγκυμονεί κινδύνους για το Δημόσιο, αλλά και για τις τράπεζες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταμείου, για κάθε 100 μονάδες βάσης αύξησης των επιτοκίων των κρατικών τίτλων η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών θα μειώνεται κατά μισή ποσοστιαία μονάδα.

Στις συστάσεις του για τη διαχείριση των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα, το ΔΝΤ αναφέρει ως πρώτη προτεραιότητα την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, αν όχι με νέες εκδόσεις μετοχών, για τις οποίες δεν υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον, πάντως με προσφυγή στην αγορά ομολόγων για την έκδοση τίτλων που συνυπολογίζονται στα ίδια κεφάλαια.

Σχετικά με τις προτάσεις για κρατική παρέμβαση, προκειμένου να διευκολυνθεί η μείωση των NPE’s (σχέδια ΤΧΣ, ΤτΕ, επιδότηση δόσεων στεγαστικών δανείων), το Ταμείο είναι αρκετά επιφυλακτικό, υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν πολύ προσεκτικά αυτές οι στρατηγικές, αν και μπορεί να είναι αναπόφευκτες, εάν οι ιδιωτικές λύσεις (μείωση NPE’s από τις ίδιες τις τράπεζες) αποτύχουν να φέρουν διατηρήσιμη μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων.

Το προσωπικό του Ταμείου καλεί τις ελληνικές αρχές και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να αξιολογήσουν προσεκτικά και ολοκληρωμένα την αποτελεσματικότητα λύσεων με κρατική παρέμβαση, εκτιμώντας την επίδραση στους τραπεζικούς ισολογισμούς και στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και τον ηθικό κίνδυνο. Επίσης, τονίζει ότι θα πρέπει να γίνει συντονισμένη προσπάθεια από όλους τους εμπλεκόμενους, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου που θα προετοιμάσει και θα υποστηρίξει η κυβέρνηση.

Σε ό,τι αφορά την οικονομία, οι διευθυντές του Ταμείου, όπως και το προσωπικό, επισημαίνουν ότι, ενώ υπάρχει πρόοδος στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η οικονομία ανακάμπτει, υπάρχουν και σοβαρά προβλήματα που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ανάπτυξη και τις δημοσιονομικές προοπτικές:

  • Για την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, ως σοβαρότερο πρόβλημα επισημαίνεται η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφάσισε η κυβέρνηση (11% για τους άνω των 25, 27% για τους κάτω των 25), η οποία ξεπερνά κατά πολύ την αύξηση της παραγωγικότητας και, όπως εκτιμά το Ταμείο, θα υποσκάψει την ανταγωνιστικότητα. Επίσης, τονίζεται ότι η αναστροφή μεταρρυθμίσεων, όπως η απόφαση του Αυγούστου για επέκταση κλαδικών συμβάσεων με υπουργική απόφαση, προκαλεί ανησυχίες για την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα.
  • Το Ταμείο εκφράζει τη διαφωνία του με την απόφαση της κυβέρνησης να μην εφαρμόσει τη συμφωνημένη αναπροσαρμογή των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου 2019, ενώ εμμένει στην ανάγκη να εφαρμοσθεί κανονικά η, επίσης συμφωνημένη αλλά αμφισβητούμενη, μείωση του αφορολόγητου ορίου από το 2020. Αυτό πρέπει να γίνει, σύμφωνα με το Ταμείο, ώστε να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς αναπτυξιακή κατεύθυνση, καθώς η μείωση του αφορολόγητου ορίου μπορεί να χρηματοδοτήσει μειώσεις στους φορολογικούς συντελεστές.
  • Για τα δημοσιονομικά, το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση να κάνει σοβαρό σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης (“contingency planning”) σχετικά με τη διαχείριση των επιπτώσεων από αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, σημειώνει ότι από την αμφισβήτηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2012 μπορεί να προκύψει εφάπαξ κόστος που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ, ενώ άλλες αποφάσεις για τους μισθούς στο Δημόσιο μπορεί να έχουν εφάπαξ κόστος 1,4% και μικρότερες, σταθερές επιβαρύνσεις στο μέλλον. Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 επίσης αμφισβητείται δικαστικά, υπογραμμίζει το Ταμείο, με ακόμη μεγαλύτερες δυνητικές συνέπειες.
ΣΧΕΤΙΚΑ