Θετικό το ισοζύγιο για τη δημιουργία επιχειρήσεων το 2018
Περισσότερες από 32.000 επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν το 2018, ενώ έκλεισαν 18.600, δημιουργώντας θετικό ισοζύγιο 13.750 εταιρειών. Σύμφωνα με στοιχεία του ΓΕΜΗ, το 2011 ο αριθμός των επιχειρήσεων που έκλεισαν ξεπέρασε κατά 68.400 εκείνες που ιδρύθηκαν, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε μεταβλητότητα μέχρι να φτάσουμε στο 2018 όταν το ισοζύγιο σημείωσε την καλύτερη επίδοση της τελευταίας οκταετίας, όπως φαίνεται και από τον πίνακα που ακολουθεί:
Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ραγδαία το ποσοστό της «επιχειρηματικότητας ανάγκης» η οποία αποτυπώνεται στις σχετικές έρευνες, με τελευταία αυτή του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2018. Το 29% των νέων επιχειρηματιών δήλωσε πως βασικό κίνητρο αποτέλεσε ο βιοπορισμός κι αυτό το ποσοστό «επιχειρηματικότητας ανάγκης» είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Τέτοιου είδους εγχειρήματα ενέχουν μεγάλο κίνδυνο να αποδειχθούν μικρής διάρκειας, αφού κίνητρο είναι η ανάγκη και όχι η επιχειρηματική ευκαιρία.
Η ίδια έρευνα, ωστόσο, κατέδειξε ότι αυξήθηκε για 4η διαδοχική χρονιά η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας. Ενδεικτικά ορισμένα από τα θετικά συμπεράσματα που εξάγονται από την έρευνα του ΙΟΒΕ:
- Για 4η διαδοχική χρονιά αυξήθηκε το ποσοστό (37%) εκείνων που ξεκίνησαν το εγχείρημά τους αξιοποιώντας μια ευκαιρία που διέκριναν στην αγορά. Δηλαδή η Επιχειρηματικότητα Ευκαιρίας.
- Ενισχύεται η συμμετοχή στην επιχειρηματικότητα ατόμων με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, καθώς πάνω από τους μισούς διαθέτουν πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.
- Σταθεροποιείται η συνεισφορά άτυπων επενδυτών στη χρηματοδότηση νέων εγχειρημάτων, αν και οι περισσότεροι είναι μέλη της ευρύτερης οικογένειας του επιχειρηματία.
- Ενισχύεται ο τομέας της μεταποίησης στο 25% του συνόλου, με μικρή υποχώρηση της λιανικής στο 55%.
- Ενισχύεται η εξωστρέφεια, καθώς το 80% των νέων εγχειρημάτων απευθύνεται και σε ξένες αγορές.
- Οι νέοι θεωρούν πλέον ότι την επιχειρηματικότητα ως σχετικά καλή επιλογή επαγγελματικής σταδιοδρομίας, και κοινωνικής καταξίωσης.
Προέχει ωστόσο να ξεπεραστούν οι ανασφάλειες και οι φοβίες που δημιούργησε μια δεκαετία οικονομικής κρίσης. Σε πρόσφατη έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης υποχωρεί σταθερά τα τελευταία τρία χρόνια, όμως παραμένει σε υψηλές τιμές. Το 31,4% των επιχειρηματιών θεωρεί ότι είναι αρκετά ή πολύ πιθανό να βάλει «λουκέτο» σε σύντομο χρονικά διάστημα. Τον Ιούλιο του 2017 το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 38,1%. Ο φόβος της αποτυχίας είναι σταθερά υψηλός και το ποσοστό από τα χειρότερα παγκοσμίως.
Η έρευνα του ΙΟΒΕ αποτυπώνει γενικότερα μια ιδιαίτερα απαισιόδοξη προσέγγιση, από τους ίδιους τους νέους επιχειρηματίες! Το 64,5% των Ελλήνων επιχειρηματιών δηλώνει ότι κανένας πελάτης δε θα θεωρήσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους νέα και πρωτοποριακά, έναντι 50,1% σε 18 ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Την ίδια στιγμή, το 54% των ελληνικών επιχειρήσεων αξιοποιούν ήδη γνωστές τεχνολογίες για την παραγωγή των προϊόντων τους, ενώ οι μισοί επιχειρηματίες (50,7%) εισέρχονται σε αγορές με ήδη ισχυρό ανταγωνισμό, αριθμοί που δεν είναι αρνητικοί σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Άρα λείπει η... αισιοδοξία κι αυτό αντικατοπτρίζεται από άλλους δύο δείκτες. Ο φόβος της επιχειρηματικής αποτυχίας (70%) είναι από τους υψηλότερους παγκοσμίως, ενώ ελάχιστοι (μόλις 13,7%) θεωρούν ότι η Ελλάδα παρέχει επιχειρηματικές ευκαιρίες και μάλιστα το ποσοστό αυτό αφορά το σύνολο του πληθυσμού, όχι μόνο τους επιχειρηματίες. Η αυτοπεποίθηση στην Ελλάδα παραμένει στο ναδίρ κι αυτό αποτελεί ξεκάθαρα «μνημονιακή» συνέπεια, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό ήταν υπερδιπλάσιο (27,8%) το 2009, όταν άρχισε η «κατηφόρα» και... καταποντίστηκε στο 10,8% το 2011.
Πέραν όμως της απαισιοδοξίας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης, απουσιάζει και η γυναικεία «πινελιά». Οι Ελληνίδες απέχουν... πανηγυρικά από τα νέα επιχειρηματικά εγχειρήματα καθώς οι επιδόσεις τους (5,1%) είναι οι χειρότερες ανάμεσα στις 18 ευρωπαϊκές χώρες. Δεν διαφαίνεται επιθυμία ή πρόθεση να υλοποιήσουν επιχειρηματικές ιδέες. Κι αυτό έρχεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την «πρωτιά» που καταλαμβάνουν στη συμμετοχή σε εδραιωμένες επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν για περισσότερα από 3,5 χρόνια. Σύμφωνα με μετρήσεις που καλύπτουν και το 2016, οι Ελληνίδες είναι στην κορυφή με ποσοστό 10,8%, κι αυτό αποτελεί συνέπεια της υψηλής αυτοαπασχόλησης.
Η συμμετοχή των γυναικών σε νέες επιχειρήσεις ερμηνεύεται εν μέρει και από τις κοινωνικές αντιλήψεις που επικρατούν σε κάθε χώρα. Αν, δηλαδή, κυριαρχεί η αντίληψη πως υπάρχουν ευκαιρίες, αν εμπιστεύονται τις δυνατότητές τους και πόσο επηρεάζονται από το φόβο της αποτυχίας. Στους συγκεκριμένους δείκτες η Ελλάδα είναι και πάλι ουραγός, καθώς μόνο το 11% των γυναικών θεωρεί ότι υπάρχουν ευκαιρίες για ένα επιχειρηματικό ξεκίνημα. Είναι ξεκάθαρο ότι βρισκόμαστε πολύ πίσω, από τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι τριπλάσιος (33%)