«Δούρειοι Ίπποι» στην καρδιά της Ευρώπης με χρυσές βίζες
Σε μείζονος σημασίας ευρωπαϊκό ζήτημα εξελίσσονται τα «προγράμματα χρυσής βίζας», έτσι όπως επικράτησε να ονομάζονται τα προγράμματα χορήγησης υπηκοότητας ή άδειας διαμονής σε φυσικά πρόσωπα που έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις συγκεκριμένου ύψους στην εν λόγω χώρα.
Όπως αναφέρει η Διεθνής Διαφάνεια - Ελλάς, τα προγράμματα αυτά, που εφαρμόζονται, ήδη, από τη δεκαετία του 1980, σε πολλές χώρες, έχουν λάβει πλέον ανησυχητικές διαστάσεις στον ευρωπαϊκό χώρο.
Αυτό καθίσταται σαφές και από την έρευνα που δημοσίευσε τον περασμένο Σεπτέμβριο η Διεθνής Διαφάνεια, σε συνεργασία με την οργάνωση Global Witness, και από την οποία προκύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
■ Τα «προγράμματα χρυσής βίζας» των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εντάθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, χορηγούν πρακτικά ελεύθερη πρόσβαση στον χώρο του Schengen, παρότι σχετικά προγράμματα των περισσότερων κρατών μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν χορηγούν υπηκοότητα αλλά μόνο άδεια διαμονής.
■ Κατά τα τελευταία 10 χρόνια, η ΕΕ υποδέχθηκε περίπου:
- 6.000 νέους πολίτες,
- 100.000 νέους κατοίκους και
- 25 δισεκατομμύρια ευρώ σε ξένες άμεσες επενδύσεις.
■ Οι ξένες άμεσες επενδύσεις, αν και ευπρόσδεκτες, ενδέχεται να εγκυμονούν και διαφθορά, όταν απειλείται η ακεραιότητα, η ασφάλεια, η ελευθερία και η δικαιοσύνη της ΕΕ, δηλαδή οι βασικές αξίες της.
■ Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μέσω της ακίνητης περιουσίας δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Οι κίνδυνοι προέρχονται από τη διενέργεια μη συστηματικών ή/και μη ενδελεχών ελέγχων δέουσας επιμέλειας από τα κράτη μέλη της ΕΕ και τις Τράπεζές τους στους αιτούντες επενδυτές.
Ως εκ τούτου, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα «προγράμματα χρυσής βίζας» δεν θα καταλήγουν να λειτουργούν ως «Δούρειοι Ίπποι» στην καρδιά της Ευρώπης.
■ Η άδεια διαμονής και κυρίως η υπηκοότητα είναι από τα πολυτιμότερα αγαθά που ένα κράτος μπορεί να προσφέρει σε ένα φυσικό πρόσωπο. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαφυλάττονται, επαληθεύοντας την ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος επενδυτή και του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.
■ Δεδομένων των ανωτέρω, η ΕΕ θα πρέπει να εναρμονίσει τα «προγράμματα χρυσής βίζας» των κρατών μελών της, ώστε αυτά να μην διαγκωνίζονται σε μια «μάχη προς τον πάτο» όσον αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων χορηγούν «χρυσή βίζα».
Ένα σημαντικό στοιχείο που διαφοροποιεί την Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες που εφαρμόζουν το σχετικό πρόγραμμα είναι ότι οι επενδύσεις μέσω του ελληνικού «προγράμματος χρυσής βίζας» συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ το ελάχιστο ποσό που απαιτείται για τη χορήγηση της άδειας διαμονής. Αυτό συνιστά σοβαρή ένδειξη ότι η Ελλάδα θεωρείται πραγματικά γη επενδυτικών ευκαιριών, το οποίο σημαίνει ότι η απόκτηση της άδειας διαμονής δεν είναι πάντα ο πρωταρχικός στόχος, αλλά απλώς ένα παράπλευρο όφελος μιας επένδυσης που θεωρείται καθαυτή κερδοφόρα.
Οι δε σκοπούμενες τροποποιήσεις του ελληνικού νόμου περί του «προγράμματος χρυσής βίζας» προβλέπουν χορήγηση άδειας διαμονής για επενδύσεις σημαντικού ύψους σε χρηματοπιστωτικά μέσα εκδοθέντα από ελληνικούς φορείς. Αυτό αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη ότι η Ελλάδα ενδιαφέρεται για αξιόπιστους επενδυτές και όχι για οπορτουνιστές.
Το ελληνικό νομικό πλαίσιο του «προγράμματος χρυσής βίζας» θέτει εν πολλοίς τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας για την πρόληψη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, στα πρότυπα του σχετικού δικαίου της ΕΕ, όπως για παράδειγμα:
- Όλα τα προς επένδυση χρηματικά ποσά πρέπει να περάσουν από το τραπεζικό σύστημα, ώστε να διενεργηθεί η απαιτούμενη δέουσα επιμέλεια στους αιτούντες επενδυτές, όπως η ακεραιότητά τους, η πηγή του πλούτου τους και των συγκεκριμένων κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθούν για την επένδυση.
- Δεν επιτρέπονται συναλλαγές σε μετρητά.
- «Θεματοφύλακες», όπως δικηγόροι και συμβολαιογράφοι, έχουν καθήκον αναφοράς περιπτώσεων υπόπτων για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Αναμφίβολα, κατόπιν και των περιστατικών που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα (π.χ. carousel, συναλλαγές με pos), απαιτείται ενίσχυση του ισχύοντος ελληνικού νομικού πλαισίου, αλλά και στενότερη εποπτεία του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος για την διασφάλιση της διενέργειας συστηματικών και ενδελεχών ελέγχων δέουσας επιμέλειας στους αιτούντες επενδυτές.
Ωστόσο, καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα εθνικό ζήτημα, αλλά για ένα πανευρωπαϊκό θέμα, που ελλοχεύει κινδύνους και απαιτεί λύσεις σε επίπεδο ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Διεθνής Διαφάνεια - Ελλάς καλωσορίζει την πρόσφατη σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [COM(2019) 12 final] και καλεί την ΕΕ να καταστεί η κινητήριος δύναμη των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.