Προστασία α’ κατοικίας: Επιστροφή στο… 2015

Φωτο: Shutterstock

Μια θεαματική επιστροφή στο… 2015, και τα προηγούμενα δύσκολα μνημονιακά χρόνια, πέτυχε η κυβέρνηση με τη διαπραγμάτευση για το νέο πλαίσιο προστασίας της α’ κατοικίας, με την οποία κατάφερε να θρυμματίσει τον ισχυρισμό της περί καθαρής εξόδου από τα μνημόνια.

Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η χώρα παραμένει στο έλεος των δανειστών, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα δεν διαθέτουν ούτε ευρώ για νέα οικονομική βοήθεια.

Την προηγούμενη εβδομάδα οι θεσμοί με μια πολύ σκληρή στάση, μια στάση που είχαμε πολύ καιρό να δούμε, επέστρεψαν ως απαράδεκτο το νομοσχέδιο για την α’ κατοικία που τους απέστειλε η κυβέρνηση, την υποχρέωσαν να ξαναγράψει τον νόμο από την αρχή με την καθοδήγηση των τραπεζών ώστε να ικανοποιηθεί το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεων των δανειστών, και παρόλα αυτά χθες στην τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε δεν είχαμε θετική κατάληξη. Και αυτό παρά την δυναμική υποστήριξη των τραπεζών καθώς στην τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε με τους δανειστές, μετείχαν από κοινού με κοινές θέσεις για πρώτη φορά κυβέρνηση – τράπεζες.

Οι δανειστές δεν έδωσαν το πράσινο φως για το νομοσχέδιο διατηρώντας σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει πραγματικά στην αναμόρφωση του Νόμου Κατσέλη, για τα γενναιόδωρα περιουσιακά όρια για την παροχή προστασίας και τέλος την διεύρυνση του αριθμού των δανειοληπτών που μπορεί να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο. Σύμφωνα με πληροφορίες οι θεσμοί επιμένουν για τη μη συμμετοχή δανείων που έχουν λάβει επαγγελματίες.

Οπότε η διαπραγμάτευση συνεχίζεται μια εβδομάδα πριν το κρίσιμο Eurogroup, με εκκρεμότητες θέματα που θα έπρεπε να έχουν νομοθετηθεί από το 2018. Μάλιστα οι θεσμοί ζήτησαν και την γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος για το σχέδιο νόμου, η οποία είχε αποκλειστεί από την διαδικασία λόγω του κυβερνητικού ανταρτοπόλεμου ενάντια της… κεντρικής τράπεζας.

Η κυβέρνηση σπατάλησε πολύ χρόνο, έκανε πολλά πισωγυρίσματα, εμφάνισε ασυνέπεια και έχει φτάσει στο και ένα, δημιουργώντας δυσπιστία στους θεσμούς ότι η επιμονή της στην συμμετοχή στο πλαίσιο προστασίας γίνεται για καθαρά προεκλογικούς λόγους. Οι τράπεζες πάντως θεωρούν ότι πρέκειται για ενα καλό σχέδιο που προστατεύει όσους πραγματικά βρίσκονται σε αδύναμη οικονομική κατάσταση και παράλληλα επιτρέπει στις τράπεζες να προχωρήσουν με ταχύτητα στην υλοποίηση του σχεδιασμού τους για την μείωση των μη εξυπηρετούμων δανείων.

Πως φτάσαμε στον εκτροχιασμό

Αργά το βράδυ της Πέμπτης 14 Φεβρουαρίου, μετά από πολύωρη σύσκεψη εργασίας μεταξύ εκπροσώπων της κυβέρνησης και τραπεζών και με τη συμμετοχή και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ανακοινώθηκε ότι υπήρξε συμφωνία για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας.

Αν και δεν υπήρξαν επίσημες ανακοινώσεις ωστόσο το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), μετέδωσε ότι κυβερνητικές πηγές δήλωσαν ότι επήλθε συμφωνία, μεταξύ κυβέρνησης – τραπεζών, για το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας και ότι η κοινή πρόταση θα διαβιβαστεί στους εποπτικούς θεσμούς με στόχο η διαδικασία νομοθέτησης να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου.

Πράγματι η κυβέρνηση απέστειλε το σχέδιο νόμου στην ΕΚΤ και τους θεσμούς το Σαββατοκύριακο και... άρχισαν οι περιπέτειες.

Σύμφωνα με πληροφορίες το σχέδιο νόμου που συνέταξαν οι νομικοί της κυβέρνησης, και απέστειλαν στους θεσμούς, ελάχιστη σχέση είχε με όσα συμφωνήθηκαν λίγες ημέρες πριν με τους εκπροσώπους των τραπεζών. Το κείμενο όταν έφτασε στους νομικούς της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών προκάλεσε ένα μικρό σοκ καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για μια χειρότερη εκδοχή του Νόμου Κατσέλη. Παρόλα αυτά οι τράπεζες δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα: ήταν ολοφάνερο ότι ο νόμος αυτός δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αποδεκτός από την ΕΚΤ και τους δανειστές.

Η αντίδραση των θεσμών που πάγωσε την κυβέρνηση

Ακολούθησε καταιγισμός. Η κυβέρνηση ενημερώθηκε τόσο για το περιεχόμενο της έκθεσης της Κομισιόν (η οποία δημοσιοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη) όσο και για τη γνωμοδότηση της ΕΚΤ για το σχέδιο νόμου για την α' κατοικία (που οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Πέμπτη). Η αντίδραση των δανειστών πάγωσε την κυβέρνηση καθώς θύμισε τις χειρότερες εποχές της κρίσης.

Στην έκθεση της Κομισιόν διατυπώνονταν σοβαρές ανησυχίες για την επίπτωση του νέου πλαισίου στην κουλτούρα πληρωμών και τους τραπεζικούς ισολογισμούς προσθέτοντας ότι θα ενισχύσει τη θέση των στρατηγικών κακοπληρωτών. Τόνιζε μεταξύ άλλων ότι διευρύνεται η περίμετρος προστασίας για να περιληφθούν επιχειρηματικά δάνεια με υποθήκη πρώτης κατοικίας και ότι οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να δεχθούν προκαθορισμένες αναδιαρθρώσεις δανείων για μεγάλο αριθμό επιλέξιμων δανειοληπτών χωρίς να υπάρχει αναλυτική εκτίμηση της πιθανής επίπτωσης του σχεδίου στους τραπεζικούς ισολογισμούς και στον κρατικό προϋπολογισμό.

Εξαιρετικά αρνητική και η ΕΚΤ που μεταξύ πολλών άλλων τόνισε ότι «το σχέδιο νόμου μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τις ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων και την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους, καθώς αυτά ενδέχεται να υποχρεωθούν σε προσαρμογές των όρων αποτίμησης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα επίπεδα προβλέψεων και στο κεφάλαιο των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της αβεβαιότητας που το σχέδιο νόμου εισάγει ενδεικτικά σε ό,τι αφορά τον αριθμό των προσώπων που εν τέλει θα υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του, το ποσό της οφειλής που θα συμπεριληφθεί, το ύψος των περικοπών (haircuts) που θα εφαρμοστούν και την αποτίμηση που η εισαγωγή του ενδέχεται να καταστήσει αναγκαία για εποπτικούς και λογιστικούς σκοπούς».

Επίσης η ΕΚΤ έθετε το ζήτημα των τιτλοποιήσεων «ενδέχεται ακόμη να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις πωλήσεις δανείων και στις τιτλοποιήσεις», ζήτημα εξαιρετικά κρίσιμο για την επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ένας κακός νόμος θα προκαλούσε πίεση στις τιμές των τιτλοποιήσεων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να υποστούν μεγάλες ζημιές από τις τιτλοποιήσεις για την πώληση προβληματικών δανείων.

«Η ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου από τα πιστωτικά ιδρύματα εξαρτάται από την ύπαρξη ενός αξιόπιστου, προβλέψιμου και σταθερού νομικού πλαισίου το οποίο εξισορροπεί επαρκώς τα συμφέροντα πιστωτών και οφειλετών», υπογραμμίζει η ΕΚΤ προσθέτοντάς ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται με το νομοσχέδιο για την α’ κατοικίας.

Υπενθυμίζεται ότι και τον Δεκέμβριο μετά από συνάντηση κυβέρνησης – τραπεζών, με τη συμμετοχή και πάλι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, είχε ανακοινωθεί η επίτευξη συμφωνίας. Ωστόσο λίγες ημέρες μετά η κυβέρνηση παρουσίασε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, εξαιρετικά δυσμενές για το τραπεζικό σύστημα, που δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτά που είχαν συμφωνηθεί λίγο πριν με τον πρωθυπουργό. Η κυβέρνηση φλέρταρε με κάποιες εισηγήσεις για μονομερή αντιμνημονιακή στάση, με την ψήφιση μονομερώς ενός νομοσχεδίου για την πρώτη κατοικία, τύπου Κατσέλη. Όμως τον Ιανουάριο, με τις μετοχές των τραπεζών να βυθίζονται στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να προειδοποιεί ότι κακές επιλογές θα οδηγήσουν σε νέα ανακεφαλαιοποίηση η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι μια μονομερής νομοθέτηση θα οδηγούσε σε περαιτέρω βύθιση των τραπεζικών μετοχών, ακύρωση της συγχώνευσης Eurobank – Grivalia, εκτροχιασμό των στόχων μείωσης των κόκκινων δανείων και σε defacto νέα ανακεφαλαιοποίηση. Κάτι τέτοιο θα τερμάτιζε την προσπάθεια επιστροφής στις αγορές και πιθανότατα θα οδηγούσε άμεσα σε εκλογές.

Ξαναγράφοντας τον νόμο από την αρχή

Η σφοδρή αντίδραση των θεσμών αιφνιδίασε την κυβέρνηση η οποία γρήγορα σήμανε γενική υποχώρηση. Έτσι την περασμένη Τετάρτη συγκάλεσε νέα σύσκεψη εργασίας στην οποία μετείχαν από πλευράς κυβέρνησης ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης και ο υφυπουργός Επικρατείας Δημήτρης Λιάκος, καθώς και στελέχη των νομικών υπηρεσιών των Υπουργείων Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης ενώ από πλευράς τραπεζών μετείχαν ο Θεόδωρος Καλαντώνης, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, η κα Χαρίκλεια Απαλαγάκη, γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών καθώς και στελέχη νομικών υπηρεσιών των τραπεζών.

Στη σύσκεψη που ξεκίνησε στις 11:00 το πρωί και ολοκληρώθηκε μετά τις 18:00 ουσιαστικά ξαναγράφηκε από την αρχή ο νόμος, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και προβληματισμούς των θεσμών, και ειδικά της ΕΚΤ που ως εποπτική αρχή έχει βαρύνουσα σημασία, με στόχο το θέμα να κλείσει. Ωστόσο, αν και έγιναν πολλές προσαρμογές, προστέθηκαν ασφαλιστικές δικλείδες για την σωστή εφαρμογή του νόμου και απαντήθηκαν οι περισσότερες από τις παρατηρήσεις της ΕΚΤ, οι θεσμοί δεν έδωσαν το πράσινο φως κατά την χθεσινή τηλεδιάσκεψη ζητώντας πιο αυστηρά όρια και περιορισμό του αριθμού των δανειοληπτών που μπορεί να κριθούν επιλέξιμοι προκειμένου να εκμηδενιστούν οι πιθανότητες το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας να έχει επιπτώσεις στους ισολογισμούς και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.

Και η αντίδραση της αγοράς

Αντίθετα με τα προηγούμενα χρόνια η αγορά δεν φάνηκε να ανησυχεί ιδιαίτερα για τον κίνδυνο εμπλοκής. Ακόμα και την προηγούμενη Τετάρτη, όταν η Έκθεση της ΕΕ, κεραυνοβολούσε για τα πάντα την κυβέρνηση η αγορά όχι μόνο δεν υποχώρησε (παρά τα μεγάλα κέρδη των προηγουμένων ημερών, με τις τράπεζες να βρίσκονται στο επίκεντρο) αλλά έκλεισε με κέρδη. Μάλιστα την επόμενη, όταν η αγορά άρχισε να αξιολογεί τη νέα συμφωνία ο δείκτης των τραπεζών σημείωσε κέρδη 10%, κάτι που έχουμε να δούμε χρόνια. Στη διάρκεια των έξι τελευταίων, συνεχόμενων ανοδικών, εβδομάδων, ο Γενικός Δείκτης του χρηματιστηρίου καταγράφει κέρδη 15,43%. Μοχλός της ανόδου ήταν οι τραπεζικές μετοχές, ο δείκτης των οποίων σημείωσε εβδομαδιαία κέρδη 18,58%, ενώ από τις αρχές του έτους σημειώνει κέρδη 24,83%. Η άνοδος συνοδεύθηκε και από μεγάλη αύξηση της μέσης αξίας των συναλλαγών κατά 90% σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ μετά από σχεδόν έξι μήνες, η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς επανήλθε στα επίπεδα των 50 δισ. ευρώ.

Η αγορά προφανώς δεν ανησυχεί για εμπλοκές προδικάζοντας ότι η κυβέρνηση θα πραγματοποιήει όλες τις αναγκαίες προσαρμογές και το νομοσχέδιο για την προστασία της α' κατοικίας όχι μόνο δεν θα πλήξει τις τράπεζες αλλά θα συμβάλει στην επιτάχυνση του σχεδιασμού για την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεγάλες προσδοκίες για τις τράπεζες και την επίλυση του μεγάλου προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δημιουργούν και τα δυο σχέδια της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΤΧΣ τα οποία θα προωθηθούν στις ευρωπαϊκές αρχές ώστε να εγκριθεί η υλοποίησή τους. Ειδικότερα σε ότι αφορά το σχέδιο ΤΧΣ φαίνεται οτι είναι θέμα ημερών.

ΣΧΕΤΙΚΑ