Κομισιόν: Η μεγάλη λίστα αποτυχιών και καθυστερήσεων

Πονοκέφαλο προκαλεί στους θεσμούς σειρά ζητημάτων στα οποία σημειώνονται καθυστερήσεις, όπως η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η υλοποίηση σημαντικών έργων υποδομών, η εξεύρεση εκτελεστικών στελεχών σε ορισμένες ΔΕΚΟ και η ολοκλήρωση αποκρατικοποιήσεων για τις οποίες η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί.

Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ΔΕΗ για την οποία γίνεται εκτενής αναφορά στη δεύτερη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σύμφωνα με την έκθεση, η αποτυχία στο διαγωνισμό για την πώληση λιγνιτικών μονάδων της άλλοτε πανίσχυρης επιχείρησης, συνιστά «σοβαρό πισωγύρισμα στην υλοποίηση μίας κομβικής διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, με αποτέλεσμα η δυνητική λύση για το μείζον αυτό θέμα να παραπέμπεται για το τέλος του 2019».

Η εντονότατη ανησυχία των θεσμών μάλιστα αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην παραδοχή πως «η εκποίηση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ βρισκόταν στον πυρήνα του ενεργειακού μεταρρυθμιστικού προγράμματος προκειμένου να ανοίξει η αγορά και να επιτευχθεί προσέλκυση περαιτέρω επενδύσεων».

Οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι θεωρούν πως η μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα θα ωφελήσει το σύνολο της οικονομίας, καλούν τις αρχές να μην επαναλάβουν το ίδιο λάθος με τη ΔΕΗ. Τονίζουν πως οι δύο ιδιωτικοί όμιλοι κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να υποβάλουν στις 6 Φεβρουαρίου θετικές προσφορές.

Χαρακτηριστικό της σημασίας που αποδίδουν οι θεσμοί στην περίπτωση της προβληματικής ΔΕΗ για το σύνολο του κλάδου της ενέργειας, είναι η αναφορά πως η μονοπωλιακή θέση που εν πολλοίς εξακολουθεί να κατέχει η επιχείρηση στη λιανική και τη χονδρική αγορά, διατηρεί τους περιορισμούς και τις υψηλές τιμές για τους καταναλωτές.

Σημειώνουν δε πως «οι αρχές κατήργησαν το τέλος προμηθευτή και το ειδικό τέλος λιγνίτη και η ΔΕΗ πρόσφατα ανακοίνωσε πως οι λιανικές τιμές θα πρέπει να αυξηθούν προκειμένου να συνάδουν με τις υψηλότερες τιμές του χρηματιστήριο εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα».

Αυστηρή προειδοποίηση απευθύνουν οι θεσμοί και για τις καθυστερήσεις που σημειώνονται σε μεγάλα έργα αξίας δισεκατομμυρίων που θα δώσουν ώθηση στην οικονομία.

Στην έκθεση αναφέρεται πως η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση διαγωνισμών για νέα έργα, όπως η γραμμή 4 του μετρό της Αθήνας, ο οδικός άξονας Πάτρα-Πύργος και ο αυτοκινητόδρομος Άκτιο-Αμβρακία, αποτελούν «μεγάλο πρόβλημα».

Σύμφωνα με την Κομισιόν, «μεταξύ των λόγων της καθυστερήσεων είναι οι ασυνήθιστα χαμηλές τιμές και η έλλειψη τεχνογνωσίας εργολάβων». Η έκθεση επίσης αναφέρει πως η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να ξεκινήσει την εκπόνηση βιώσιμων σχεδίων αστικής κινητικότητας, δεδομένου πως θα αποτελέσουν τη βάση για την υλοποίηση επενδύσεων στις αστικές συγκοινωνίες.

Η Κομισιόν θεωρεί πως οι σημαντικότερες προκλήσεις για την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), αφορούν στην αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας μέσω της ΕΤΑΔ και στην εξεύρεση εκτελεστικών στελεχών για δημόσιες επιχειρήσεις.

Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων ΔΕΚΟ και την εξεύρεση εκτελεστικών μελών, η έκθεση αναφέρει πως «η προσπάθεια είχε μεγαλύτερη διάρκεια από την αναμενόμενη, εν μέρει λόγω των χαμηλών αποδοχών οι οποίες προσφέρονται για τις θέσεις αυτές που απαιτούν ικανότητες και έχουν μεγάλη ευθύνη».

Ως ενδεικτικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση του ΟΑΣΑ. «Η διαδικασία αξιολόγησης του διοικητικού συμβουλίου του ΟΑΣΑ ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2018 και αποφασίστηκε η τοποθέτηση νέων μελών για την κάλυψη των κενών θέσεων. Ωστόσο, η αναζήτηση συνεχίζεται για θέση κλειδί εκτελεστικού μέλους».

Η αμοιβή για τους διευθύνοντες συμβούλους ΔΕΚΟ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 4.600 ευρώ μικτά, τα οποία καταβάλλονται για 12 μήνες.

Σύμφωνα με την έκθεση, το υπουργείο Οικονομικών έχει δεσμευθεί να αναλάβει νομοθετική πρωτοβουλία για την αλλαγή του ανώτατου ορίου των αποδοχών εκτελεστικών μελών ΔΕΚΟ, πριν από την εκπόνηση της τρίτης έκθεσης ενισχυμένης εποπτείας.

Αξιόπιστες πηγές τονίζουν πως το υπουργείο Οικονομικών δεν είναι διατεθειμένο να αλλάξει το νόμο πριν τις εθνικές εκλογές, υπό το φόβο των αντιδράσεων της αντιπολίτευσης.

Κομβικό για την ώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας περιουσιακών στοιχείων και τη χρηματοδότηση του Δημοσίου, χαρακτηρίζει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων η Κομισιόν.

Η έκθεση αποτυπώνει την ικανοποίηση των Ευρωπαίων για το έργο του ΤΑΙΠΕΔ το 2018, αλλά και σε αυτό το πεδίο δεν λείπουν οι παρατηρήσεις.

Αφορούν πρωτίστως την περίπτωση της παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, η οποία σύμφωνα με την έκθεση «από το Νοέμβριο του 2018 έως τα μέσα Ιανουαρίου του 2019 ήταν ουσιαστικά κολλημένη».

Για να ξεμπλοκάρει η ιδιωτικοποίηση, η οποία αποτελεί προαπαιτούμενο από το δεύτερο ακόμα μνημόνιο, το ΤΑΙΠΕΔ, η Εγνατία Οδός Α.Ε. και το υπουργείο Υποδομών έχουν συστήσει συντονιστική επιτροπή για την αποσαφήνιση εκκρεμών ζητημάτων. Η επιτροπή συνεδρίασε για πρώτη φορά στις 5 Φεβρουαρίου και αυτό θα επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Σε ό,τι αφορά το προσωπικό της εταιρείας η έκθεση αναφέρει πως το υπουργείο Υποδομών θα πρέπει να στείλει επιστολή στην Εγνατία για να ξεκαθαρίσει πόσοι από τους εργαζόμενους μπορούν να μεταφερθούν στο Δημόσιο.

Ως εκ τούτου δε θα ισχύσει η εγκύκλιος που είχε στείλει στην εταιρεία ο Χρήστος Σπίρτζης, η οποία έδινε τη δυνατότητα στο σύνολο του προσωπικού να αποχωρήσει.

Μέσα στους επόμενους 2 μήνες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Διεύθυνση Μεταφορών - DG Move) θα εγκρίνει την τιμολογιακή πολιτική διοδίων προκειμένου να ξεκολλήσει ο διαγωνισμός. Για το λόγο αυτό, έχει προγραμματιστεί συνάντηση στις 5 Μαρτίου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων, ενώ η μελλοντική επικοινωνία με την Κομισιόν θα διεξαχθεί με τη σύμφωνη γνώμη ΤΑΙΠΕΔ και υπουργείου Υποδομών.

Στην έκθεση αποτυπώνεται για μία ακόμα φορά η παρελκυστική τακτική του υπουργού Υποδομών, Χρήστου Σπίρτζη, στην υπόθεση αυτή και ειδικά στο θέμα της τιμολογιακής πολιτικής των διοδίων.

Σε ό,τι αφορά το mega project του Ελληνικού, οι θεσμοί καταγράφουν καθυστερήσεις στο διαγωνισμό για το καζίνο, τις άδειες πολεοδόμησης και στην έγκριση της περιβαλλοντικής μελέτης, θεωρούν ωστόσο πως μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2019 μπορεί να γίνει η μεταβίβαση των μετοχών.

ΣΧΕΤΙΚΑ