Διεθνής δυσφήμιση από τα αργά δικαστήρια!
Διεθνή δυσφήμιση της Ελλάδας ως προορισμού επενδυτικών κεφαλαίων φέρνουν οι απελπιστικές καθυστερήσεις των δικαστηρίων, ιδιαίτερα στην επίλυση πτωχεύσεων, που έκαναν τη γενική διεύθυντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να μνημονεύσει σε βαρυσήμαντη ομιλία τη χώρα μας ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Στη χθεσινή της ομιλία στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο του Μονάχου, που ήταν και η κεντρική ομιλία του συνεδρίου, με θέμα την ανάγκη σύγκλισης των οικονομιών της Ευρώπης, η Κριστίν Λαγκάρντ, όταν χρειάσθηκε να αναφερθεί στην αναγκαιότητα βελτίωσης των πτωχευτικών διαδικασιών και στις μεγάλες αποκλίσεις που υπάρχουν ακόμη και ανάμεσα σε χώρες της ίδιας κατηγορίας (όπως οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου) ξεχώρισε αρνητικά την περίπτωση της Ελλάδας.
Όπως τόνισε η κ. Λαγκάρντ, «ένα μεγάλο εμπόδιο στις επενδύσεις, ιδιαίτερα στις διασυνοριακές επενδύσεις, είναι το κόστος σε χρόνο και χρήμα της διαδικασίας πτώχευσης μιας επιχείρησης. Τα στάνταρ έχουν μεγάλες αποκλίσεις σήμερα στην Ευρώπη σήμερα. Για την επίλυση μιας πτώχευσης χρειάζεται στην Ελλάδα εννέα φορές περισσότερος χρόνος από την Ιρλανδία, για παράδειγμα. Ο εκσυγχρονισμός και η εναρμόνιση των καθεστώτων αφερεγγυότητας θα βοηθήσει στην αύξηση των επενδύσεων και στη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Πράγματι, τα στοιχεία για την επίλυση χρεοκοπίας, που περιλαμβάνονται στην έκθεση Doing Business 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι άκρως απογοητευτικά, παρά τις επανειλλημένες νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, αλλά και τα μέτρα που έχουν ληφθεί, στο πλαίσιο των μνημονίων, για την επιτάχυνση του έργου των δικαστηρίων.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 62η θέση στον κόσμο, με βάση τη βαθμολογία της στην επίλυση πτωχεύσεων, που οριακά ξεπερνά τη βάση (55,39 στα 100). Αντίθετα, οικονομίες του Νότου, όπως η Ιρλανδία και η Ιταλία έχουν βαθμολογίες κοντά στο 80 και κατατάσσονται σε σχετικά υψηλές θέσεις (18η και 22η, αντίστοιχα).
Η διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας είναι, πράγματι, σχεδόν 9πλάσια στην Ελλάδα, σε σχέση με την Ιρλανδία (3,5 χρόνια έναντι 0,4) και διπλάσια, σε σχέση με την Ιταλία (1,8 χρόνια).
Το κόστος της πτωχευτικής διαδικασίας στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό (9% της αξίας της επιχείρησης), όμως είναι απογοητευτική η επίδοση στα ποσοστά ανάκτησης, δηλαδή στο μέρος της αξίας της επιχείρησης που διασώζεται μετά την πτώχευση. Στην Ελλάδα, η πτωχευτική διαδικασία εξανεμίζει τα δύο τρίτα της αξίας της επιχείρησης (σώζεται μόνο το 33,2%), ενώ στην Ιρλανδία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 86% και στην Ιταλία 65,2%.
Το πρόβλημα φαίνεται ότι εντοπίζεται κυρίως στις αργές και αναποτελεσματικές διαδικασίες των δικαστηρίων και λιγότερο στην αναποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου, αφού φαίνεται ότι οι τρεις χώρες έχουν σχετικά «κοντινές» βαθμολογίες από την Παγκόσμια Τράπεζα στην αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου.
Εξάλλου, σε ανάλυση που δημοσιοποίησε σήμερα η Εθνική Τράπεζα για την επιχειρηματικότητα υπογραμμίζει ότι κρίσιμη παράμετρο για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος αποτελεί η ταχύτητα υλοποίησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση των απαραίτητων για τη χώρα επενδύσεων.
Βάσει διεθνών δεικτών ανταγωνιστικότητας (WEF Global Competitiveness και WB Doing Business), αν και υπάρχει ορατή βελτίωση (κατά 4% και 7% αντίστοιχα στο διάστημα 2012-2018), το θεσμικό έλλειμμα έναντι της Ευρώπης παραμένει υψηλό. Υπό αυτή την προοπτική, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι σημαντικό να επικεντρωθεί, μεταξύ άλλων, σε νομικά και δικαστικά κενά, σχετιζόμενα με καίριους τομείς όπως χρήσεις γης και πτωχεύσεις.
Η καθυστέρηση και οι μεγάλες απώλειες αξίας από την πτώχευση είναι ένας πολύ ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στην προσέλκυση ξένων, άμεσων επενδύσεων, καθώς ένας επενδυτής γνωρίζει εκ των προτέρων ότι, αν το επιχειρηματικό του εγχείρημα δεν ευοδωθεί, θα χρειασθεί να περιμένει αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί μια πτωχευτική διαδικασία, η οποία τελικά θα εξανεμίσει το μεγαλύτερο μέρος της αξίας της επιχείρησης.