Εισήγηση της ΤτΕ για παραχώρηση του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους!
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τράπεζα της Ελλάδας εισηγείται την είσπραξη και τη διαχείριση του ΕΝΦΙΑ από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ωστόσο αυτήν τη φορά υπάρχει εκτενής συγκριτική μελέτη και ανάλυση επιπτώσεων, που αναμφίβολα μετατρέπουν τη σχετική εισήγηση σε κάτι περισσότερο από μια ακαδημαϊκή συζήτηση. Ξεκινώντας από τη διεθνή εμπειρία, δηλαδή το πώς ακριβώς αντιμετωπίζουν άλλες χώρες τους φόρους ακινήτων, η ΤτΕ επισημαίνει εξαρχής ότι η διαχείριση των φόρων περιουσίας αποκλειστικά ή πρωτίστως από τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, παρατηρείται διεθνώς και αφορά διαφορετικές μορφές φόρων και ελεγκτικών μηχανισμών (τοπικής ή κρατικής εμβέλειας), με την επισήμανση ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλή θέση ως προς τη διαχείριση φορολογικών εσόδων σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Χρησιμοποιώντας ως δείκτη αποκέντρωσης τα φορολογικά έσοδα (στα οποία περιλαμβάνονται κατά περίπτωση και φόροι περιουσίας) που εισπράττονται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο (sub-central tax revenue) ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων (ένα μέρος των οποίων είναι και οι φόροι περιουσίας), μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των φορολογικών εσόδων που διαχειρίζονται τοπικές αρχές το 2016 ήταν της τάξεως του 2,94% των συνολικών φορολογικών εσόδων, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 12,64%. Δεδομένου ότι η διαχείριση του ΕΝΦΙΑ γίνεται από την Κεντρική Διοίκηση και αφορά μεγάλο μέρος των εσόδων φορολόγησης περιουσίας, η ανάθεση της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ στις τοπικές αρχές θα άλλαζε την κατάταξη της Ελλάδος ως προς το δείκτη φορολογικής αποκέντρωσης.

Τα υπέρ και τα κατά
Αναγνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο «δύσκολο» εγχείρημα απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό ώστε να είναι επιτυχές, η ΤτΕ παρουσιάζει την εισήγηση της στο πλαίσιο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, που θα πρέπει να γίνουν και στο πεδίο της φορολογίας.
Το σκεπτικό είναι απλό: αφενός ο ΕΝΦΙΑ αφορά ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στα γεωγραφικά όρια κάθε δήμου της χώρας, αφετέρου τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο μέρος των μεταβιβαστικών πληρωμών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό προς τους ΟΤΑ, απελευθερώνοντας με αυτό τον τρόπο πόρους του ΚΠ προς άλλες χρήσεις που συνδέονται με την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως υγεία, παιδεία κ.λπ.
Ξεκινώντας από τα πλεονεκτήματα, πρόκειται για ένα φόρο με περιορισμένα περιθώρια φοροδιαφυγής, διότι η φορολογική βάση, δηλαδή το ακίνητο, δεν μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί στις φορολογικές δηλώσεις. Ο φόρος περιουσίας είναι επίσης ένας ουδέτερος φόρος, υπό την έννοια ότι μεταβολές των φορολογικών συντελεστών δεν συνδέονται με στρεβλώσεις της φορολογικής βάσης.
Έτσι λοιπόν, κατά την ΤτΕ, η τοπική αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς θα έχει το πλεονέκτημα που προκύπτει από την καλύτερη γνώση της ακίνητης περιουσίας και της χρήσης της εντός των ορίων της γεωγραφικής της περιφέρειας. Η γνώση αυτή θα επιτρέψει στους ΟΤΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής βοηθώντας στον καλύτερο εντοπισμό εισοδημάτων από ακίνητα (π.χ. αδήλωτα).
Τα έσοδα του φόρου θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου. Ταυτόχρονα, ενισχύεται η διαφάνεια ως προς τη χρήση των πόρων και τη λογοδοσία των τοπικών αρχών απέναντι στους πολίτες που πληρώνουν τους φόρους.
Στο πιο προχωρημένο σενάριο, που απαιτεί αναθεώρηση του Συντάγματος, καθώς οι ΟΤΑ δεν έχουν τη δυνατότητα άσκησης φορολογικής εξουσίας, το εν λόγω φορολογικό εργαλείο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, με βάση το κριτήριο της κάθετης και οριζόντιας ισότητας, ώστε οι φορολογούμενοι με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει 9 απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών
(π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία.
Επειδή, όμως μιλάμε για την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, που σύμφωνα με τις Βρυξέλλες ήταν και παραμένει ένας από τους αδύναμους κρίκους στην απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τα προβλήματα από μια μεταβίβαση της διαχείρισης και είσπραξης του ΕΝΦΙΑ στους ΟΤΑ.
Όπως αναφέρει η ίδια η ΤτΕ, σημειώνεται κατ’ αρχάς η ορατή έλλειψη τεχνοκρατικής υποδομής για την πλειοψηφία των δήμων και η ανάγκη εκπαίδευσης και εξοικείωσής τους με τα σχετικά εργαλεία. Κάτι τέτοιο δεν είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος των δήμων – επιπλέον, αποτελεί πρόκληση αφού η αποτελεσματική διαχείριση του φόρου περιουσίας προϋποθέτει τεχνογνωσία, εμπειρία και εξειδικευμένο προσωπικό, η υλοποίηση των οποίων εξαρτάται και από τη βούληση των ίδιων των δήμων.
Επιπλέον, μια τέτοια προσπάθεια συνδέεται αναπόφευκτα με αυξημένο διοικητικό κόστος μεσοπρόθεσμα και ενδεχομένως με τον κίνδυνο κακοδιαχείρισης, που όμως θα αντισταθμίζεται από αμεσότερη λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες. Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί ότι η πλημμελής διαχείριση των φορολογικών εργαλείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ δήμων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να συμβάλει και στον φορολογικό ανταγωνισμό (όσον αφορά τον φόρο περιουσίας), παραπέμποντας στην αναγκαιότητα κρατικής παρέμβασης και εποπτείας κατά τη διάρκεια του μεταβατικού σταδίου.