Δίκοπο μαχαίρι η αύξηση των αμυντικών δαπανών σε Ευρώπη και Ελλάδα
Η εποχή του μερίσματος της ειρήνης, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχει τελειώσει. Με αυτήν την σκληρή, πλην όμως ρεαλιστική διαπίστωση, το Bruegel προσγειώνει άπαντες στην ωμή πραγματικότητα. Επί της ουσίας, πριν καλά- καλά προλάβουν να συνέλθουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης- και της Ελλάδας φυσικά- από το σοκ της πανδημίας και του εξωφρενικού πληθωρισμού, καλούνται να αποδεχθούν (;) ότι τα κρατικά θησαυροφυλάκια δεν θα ανοίξουν για επιδόματα, μειώσεις φόρων, ενισχύσεις και επιδοτήσεις, αλλά για τη χρηματοδότηση ενός αμυντικού πλάνου- μαμούθ.
Πέρα από το ιδιαιτέρως τώρα επίκαιρο δίλημμα «κανόνια ή βούτυρο», η ανάλυση των νέων δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κοινή απόφαση για αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι δίκοπο μαχαίρι.
Ανάπτυξη μέσω άμυνας
Σύμφωνα με ειδική ανάλυση της Alpha Bank, οι ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη αναδεικνύουν το θέμα της συνεισφοράς των αμυντικών δαπανών από μακροοικονομική σκοπιά. Στον βραχυχρόνιο ορίζοντα, η επιπρόσθετη αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 1,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ετησίως εκτιμάται ότι θα δώσει ώθηση στην αναιμική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Σύμφωνα με εκτίμηση του ινστιτούτου Kiel, το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 0,9% έως 1,5% εάν οι αμυντικές δαπάνες αυξηθούν από 2% σε 3,5% του ΑΕΠ. Το επιχείρημα ενίσχυσης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης σε περίπτωση αύξησης των δαπανών για την άμυνα υποστήριξε και η Κ. Λαγκάρντ στην τελευταία συνέντευξη τύπου για τα επιτόκια της ΕΚΤ.
Χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές θετικές οικονομικές επιπτώσεις, αφού ο πολλαπλασιαστής δαπανών του κλάδου άμυνας σε αυτές τις χώρες είναι υψηλότερος από άλλες χώρες. Αντιθέτως, όσον αφορά στην Ελλάδα, η συσχέτιση μεταξύ αμυντικών δαπανών και οικονομικής μεγέθυνσης είναι μάλλον ασαφής, δεδομένης, μάλιστα, της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν βασίζεται στη βαριά βιομηχανία, αλλά κυρίως στις υπηρεσίες και τον τουρισμό.
Το πόσο σημαντικός θα είναι ο αντίκτυπος στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, στα επόμενα χρόνια, θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει η χώρα να κατευθύνει επιπλέον πόρους προς τον τομέα της άμυνας. Η Κυβέρνηση στα πλαίσια του νέου εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας για την επόμενη δωδεκαετία προτίθεται να εντάξει στον αμυντικό σχεδιασμό της την ενίσχυση του εγχώριου συστήματος καινοτομίας, ώστε να δημιουργηθεί μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία από τις αμυντικές επενδύσεις της Ελλάδας.
Σημειωτέον, από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, το 1949, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κυμαίνονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Συγκριτικά με άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ως προς το ΑΕΠ της χώρας μας είναι από τα υψηλότερα και το 2024 διαμορφώθηκε σε 3,08% από 2,22%, το 2014, το 5ο υψηλότερο στο σύνολο των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ.

Δημοσιονομικός πυρετός
Από την άλλη, θα ήταν τουλάχιστον αφελές να υποστηρίξει κανείς ότι η εκτίναξη των αμυντικών δαπανών δεν θα ταράξει το οικοδόμημα της ΕΕ, που έχει στηθεί στη λογική των μηδενικών ελλειμμάτων.
Όπως επισημαίνει το Bruegel, για μια γηράσκουσα ήπειρο, η οποία είναι δικαίως υπερήφανη για τα υψηλά επίπεδα κοινωνικών δαπανών της, αυτή η νέα κατάσταση εθνικής ασφάλειας αποτελεί μια μόνιμη δημοσιονομική πρόκληση, στην οποία οι υπάρχουσες δημόσιες δαπάνες πρέπει να αναδιανεμηθούν ή να βρεθούν νέα κρατικά έσοδα για να πληρωθούν περισσότερες αμυντικές δαπάνες ή για να χρηματοδοτηθεί το χρέος για την πληρωμή τους - ή, το πιθανότερο, ένας συνδυασμός αυτών, που θα μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου.
Η επίτευξη του στόχου του 3,7% των αμυντικών δαπανών θα αποτελούσε τεράστια πρόκληση σήμερα για τα περισσότερα μέλη του ΝΑΤΟ της ΕΕ. Το 2024, μόνο πέντε αναμένεται να έχουν πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ για το σύνολο της ομάδας, το σταθμισμένο κατά ΑΕΠ μέσο πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται στο 1,4% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι μια πρόσθετη αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών κατά 1,7% κατά μέσο όρο θα υπερδιπλασίαζε το προβλεπόμενο πρωτογενές έλλειμμα του 2024 και θα το έριχνε κάτω από το 3% του περιφερειακού ΑΕΠ.

Για την Ελλάδα τα πράγματα μοιάζουν σαφώς πιο βατά και λόγω των δημοσιονομικών επιδόσεων και λόγω του ούτως ή άλλως υψηλού ποσοστού αμυντικών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ.
Επί της ουσίας, μόνο η Δανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία θα ήταν σε θέση το 2024 να δαπανήσουν 3,7% του ΑΕΠ για την άμυνα χωρίς να υποπέσουν σε πρωτογενές έλλειμμα. Η χώρα μας, με δαπάνη ήδη στο 3,08% του ΑΕΠ, θα χρειαζόταν μόλις 1,4 δισ ευρώ για να πιάσει το όριο.
Η Ολλανδία και η Ιταλία θα είχαν καταγράψει τέτοια ελλείμματα, ενώ όλα τα άλλα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα είχαν δει τα δικά τους να αυξάνονται. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική πρόκληση της επίτευξης του στόχου των αμυντικών δαπανών 3,7% θα είναι τεράστια για τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ.
Μετά την απόφαση που έλαβαν στις αρχές Μαρτίου οι ηγέτες της ΕΕ υπέρ της ευέλικτης εφαρμογής του πλαισίου της ΕΕ για το χρέος, είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα αποδειχθούν εμπόδιο για μια πολύ μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών από τις χώρες της ΕΕ. Ωστόσο, οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του εθνικού χρέους και άλλες πολιτικές προτεραιότητες ενδέχεται να καταστήσουν ακόμη πολύ δύσκολη την πορεία προς ένα επίπεδο δαπανών 3,7% του ΑΕΠ.