ΟΟΣΑ: 4 προκλήσεις και 3 κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία

Φωτογραφία από EUROKINISSI/ ΜΠΑΛΩΜΑΤΙΝΗ ΝΕΚΤΑΡΙΑ

Το γεγονός ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με πολλαπλάσιους ρυθμούς από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, αναμφίβολα είναι το “κλειδί” για να μπορέσει η χώρα να καλύψει το χαμένο έδαφος της πολυετούς κρίσης, αλλά και για να διατηρήσει σε πτωτική τροχιά το ογκώδες Χρέος της.    

Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει αβίαστα από το Economic Outlook του συνήθως συντηρητικού ΟΟΣΑ, που αφήνει, μάλιστα, να διαφανεί αχτίδα αισιοδοξίας για την ανάκαμψη στην Ευρώπη, εφόσον δεν υπάρξουν νέες, δυσάρεστες εκπλήξεις.    

Οι προκλήσεις   

Προφανώς και ο δρόμος για την Ελλάδα δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δίνουν την αναγκαία ώθηση για να γυρίσει σελίδα η χώρα, ωστόσο οι προκλήσεις είναι μπροστά μας: 

  1. Το υψηλό δημόσιο χρέος καθιστά την επίτευξη βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων προτεραιότητα. Ωστόσο, η δημογραφική αλλαγή και η κλιματική αλλαγή θα αυξήσουν τις πιέσεις στις εγχώριες δαπάνες. Επιπλέον, περισσότερες δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τον εθνικό προϋπολογισμό, μετά το τέλος του Σχεδίου Ανάκαμψης το 2026. 
  2. Οι αυξανόμενες ελλείψεις στην αγορά εργασίας, παρά τη σχετικά υψηλή ανεργία, υποδηλώνουν αυξανόμενες αναντιστοιχίες στις δεξιότητες, κάτι που θα μπορούσε να επιβαρύνει τις προοπτικές ανάπτυξης. Αυτές οι αναντιστοιχίες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την ενίσχυση της υψηλής ποιότητας επαγγελματικής κατάρτισης, την επανεξισορρόπηση των πολιτικών για την αγορά εργασίας προς την κατάρτιση και τη συμβουλευτική για τους ανέργους. 
  3. Η σταδιακή μετατόπιση των δημόσιων δαπανών προς την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, με βάση τις τακτικές δαπάνες και τις αναθεωρήσεις των δημόσιων επενδύσεων, με παράλληλη συγκράτηση των δαπανών προσωπικού και διατήρηση των προσπαθειών για τη μείωση των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα αυξήσει την ανάπτυξη και την ισότητα.  
  4. Η περαιτέρω μείωση της φοροδιαφυγής και ο περιορισμός των φορολογικών δαπανών - ιδίως των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ, οι οποίοι ωφελούν κυρίως τα πιο εύπορα νοικοκυριά - θα αυξήσει τα έσοδα, δημιουργώντας χώρο για στοχευμένες περικοπές των κοινωνικών εισφορών για τους χαμηλόμισθους. 

Οι επιδόσεις   

Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2024, λόγω του ισχυρού ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου και την κατανάλωση. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες συνέχισαν να δείχνουν προς επέκταση τον Σεπτέμβριο. Επιπλέον, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,6% έως τον Σεπτέμβριο, ενώ οι ονομαστικοί μισθοί αυξήθηκαν κατά 8,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2024, καθώς οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.    

Ο ετήσιος γενικός πληθωρισμός διατηρήθηκε στο 3,1% τον Οκτώβριο και ο πυρήνας του πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 4,3%, με κινητήρια δύναμη τον πληθωρισμό των υπηρεσιών.      Ο δανεισμός των επιχειρήσεων έχει αυξηθεί και η μείωση των στεγαστικών δανείων έχει επιβραδυνθεί, αλλά εξακολουθεί να είναι περιορισμένος. Ο δανεισμός προς τις επιχειρήσεις από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2024 ήταν 54% υψηλότερος από ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ τα επιτόκια για νέα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις μειώθηκαν από 6,2% τον Ιανουάριο, σε 5,4% τον Σεπτέμβριο.    

Οι εισοδηματικές ενισχύσεις    

Κατά τον ΟΟΣΑ, ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα παραμείνει υποστηρικτικός για την οικονομία και τα εισοδήματα, καθώς οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων και των δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να αυξηθούν από 1,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 3,6% του ΑΕΠ το 2026. Τα αυξανόμενα έσοδα, που αντανακλούν την υψηλή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, τη βελτιωμένη είσπραξη φόρων και το νέο τέλος κρουαζιέρας, θα συμβάλουν στη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, παρά τις πρόσθετες δαπάνες και τις περικοπές φόρων.    

Ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ το 2025 και το 2026 θα συμβάλει σε περαιτέρω μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ στο 148,1% το 2026 (ορισμός του Μάαστριχτ).   

Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (0,2% του ΑΕΠ) και η αναπροσαρμογή των συντάξεων (0,2% του ΑΕΠ) θα στηρίξουν τα εισοδήματα το 2025. Οι μισθοί του δημόσιου τομέα, που προηγουμένως είχαν “παγώσει”, θα αυξηθούν επίσης για να ευθυγραμμιστούν με τις μελλοντικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 42% από το 2018 έως τον Απρίλιο του 2024 και σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω κατά περίπου 4,6% τόσο το 2025 όσο και το 2026, έτσι ώστε από τα σημερινά επίπεδα των 830 ευρώ, να φτάσει στα 950 ευρώ.    

Οι προβλέψεις και οι κίνδυνοι   

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να βελτιωθεί από 2,3% το 2024 σε 2,5% το 2026. Η αύξηση της κατανάλωσης θα επιταχυνθεί σταδιακά με την αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων, ενώ η αύξηση των εκταμιεύσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, θα δώσουν ώθηση στις επενδύσεις.    

Από την άλλη, η αύξηση της απασχόλησης θα μετριαστεί με αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ενώ η αύξηση των μισθών θα επιβραδύνει την υποχώρηση του πληθωρισμού προς το 2% το 2026 και θα μπορούσε να συγκρατήσει την απασχόληση με χαμηλούς μισθούς.    

Υπάρχουν κίνδυνοι, που θα μπορούσαν να εκτρέψουν αυτήν την πορεία;   Φυσικά: 1) πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την προγραμματισμένη αύξηση των επενδύσεων

2) εάν η αύξηση των μισθών ξεπερνούσε επίμονα την αύξηση της παραγωγικότητας, αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει τις εξαγωγές 3) τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι περσινές πλημμύρες στην Θεσσαλία, θα μπορούσαν επίσης να επιβαρύνουν την εγχώρια ζήτηση.    

ΣΧΕΤΙΚΑ