Φιλική η φορολογία για τις επιχειρήσεις αλλά αυτό δεν αρκεί
“Από φόρους καλά πάμε, από άλλα πάσχουμε”, λένε άνθρωποι της αγοράς, σχολιάζοντας τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ που έδειξαν ή μάλλον επιβεβαίωσαν, ότι οι φόροι στις επιχειρήσεις είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο κι επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων.
Τα τελευταία συγκρίσιμα στοιχεία (2022) έδειξαν ότι οι φόροι στις επιχειρήσεις αντιστοιχούν στο 2,5% του ΑΕΠ και τους αναλογεί το 6% του συνόλου των εσόδων. Ο μέσος όρος των χωρών- μελών του ΟΟΣΑ είναι 3,9% και 12% αντιστοίχως, ενώ στην Ευρώπη μόνο η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Λετονία, κινούνται χαμηλότερα από την Ελλάδα.
Ωστόσο αυτό δεν αρκεί. Όπως σημειώνει και η Fitch στην τελευταία της αξιολόγηση, ένα από τα βασικά ζητούμενα- που συν τοις άλλοις θα ανοίξει τον δρόμο για νέες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου- παραμένει η προώθηση μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό ακριβώς συμφωνούν και οι άνθρωποι της αγοράς, αναδεικνύοντας τις χρόνιες “παθήσεις”: πολυνομία και επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες υπηρεσιών που τελικά οδηγούν σε γραφειοκρατία, καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και των δασικών χαρτών που τελικά διατηρούν τις “γκρίζες” ζώνες στο πού και υπό ποιές προϋποθέσεις μπορούν να γίνουν επενδύσεις, καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης κ.λ.π.
Η φορολογία
Επιστρέφοντας στο πεδίο της φορολογίας, ο αντίλογος είναι ότι ένα φιλικό φορολογικό πλαίσιο, τόσο όσο ως προς τους συντελεστές όσο και ως προς τις διαδικασίες, λειτουργεί ως αντίβαρο στις υπόλοιπες στρεβλώσεις, τουλάχιστον σε αυτό το κρίσιμο μεταβατικό διάστημα, όπου συν τοις άλλοις “τρέχει” η ψηφιοποίηση του Δημοσίου.
Το συγκριτικό crash test του Tax Foundation επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, το εταιρικό εισόδημα φορολογείται δύο φορές - μία σε επίπεδο οντότητας και μία σε επίπεδο μετόχων. Πριν οι μέτοχοι πληρώσουν φόρους, η επιχείρηση αντιμετωπίζει πρώτα τον εταιρικό φόρο εισοδήματος επί των κερδών της. Έτσι, όταν οι μέτοχοι πληρώνουν τον φόρο που τους αναλογεί, το κάνουν για τα μερίσματα ή τα κεφαλαιακά κέρδη που διανέμονται από τα κέρδη μετά τη φορολογία. Ο ολοκληρωμένος φορολογικός συντελεστής επί του εταιρικού εισοδήματος αντικατοπτρίζει τόσο τον εταιρικό φόρο εισοδήματος όσο και τον φόρο μερισμάτων ή κεφαλαιακών κερδών - τον συνολικό φόρο που επιβάλλεται στο εταιρικό εισόδημα.
Ως παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι μια ιταλική εταιρεία κερδίζει 100 ευρώ σε κέρδη. Πρέπει να καταβάλει εταιρικό φόρο εισοδήματος ύψους 24 ευρώ, γεγονός που αφήνει στην εταιρεία 76 ευρώ σε κέρδη μετά τη φορολογία. Εάν η εταιρεία διανείμει αυτά τα κέρδη ως μέρισμα, το εισόδημα φορολογείται και πάλι σε ατομικό επίπεδο με ανώτατο συντελεστή μερισμάτων 26%, με αποτέλεσμα 19,76 ευρώ σε φόρους μερισμάτων. Έτσι, το τελικό εισόδημα μετά τη φορολογία είναι 56,24 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι τα 100 ευρώ των αρχικών εταιρικών κερδών αντιμετωπίζουν έναν ολοκληρωμένο φορολογικό συντελεστή επί του εταιρικού εισοδήματος 43,76%.
Στην Ελλάδα, με τον ίδιο ακριβώς υπολογισμό, βρίσκουμε ότι ο συνολικός φορολογικός συντελεστής διαμορφώνεται σε μόλις 33,70%, καθώς αφενός ο συντελεστής φόρου εισοδήματος διαμορφώνεται στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ αφετέρου ο φόρος επί των μερισμάτων είναι μόλις 5%.
Για τα μερίσματα, ο ανώτατος ολοκληρωμένος φορολογικός συντελεστής της Ιρλανδίας ήταν ο υψηλότερος μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ (57,1%), ακολουθούμενος από τη Δανία (54,8%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (54,5%). Η Εσθονία (20%), η Λετονία (20%) και η Ουγγαρία (22,7%) επιβάλλουν τους χαμηλότερους συντελεστές. Ο φόρος της Εσθονίας και της Λετονίας επί των διανεμόμενων κερδών σημαίνει ότι ο φόρος εισοδήματος εταιρειών είναι το μόνο επίπεδο φορολόγησης του εταιρικού εισοδήματος που διανέμεται ως μέρισμα.
Για τα κεφαλαιακά κέρδη, η Δανία (54,8%), η Νορβηγία (51,5%) και η Γαλλία (51%) έχουν τους υψηλότερους ενσωματωμένους συντελεστές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ η Ελβετία (19,7%), η Τσεχική Δημοκρατία (21%) και η Σλοβακική Δημοκρατία (21%) επιβάλλουν τους χαμηλότερους συντελεστές. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ -συγκεκριμένα το Βέλγιο, η Τσεχική Δημοκρατία, το Λουξεμβούργο, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ελβετία και η Τουρκία- δεν επιβάλλουν φόρους κεφαλαιακών κερδών για μετοχές που κατέχονται επί μακρόν χωρίς ουσιαστική ιδιοκτησία, καθιστώντας τον εταιρικό φόρο το μοναδικό επίπεδο φόρου στο εταιρικό εισόδημα που πραγματοποιείται ως μακροπρόθεσμα κεφαλαιακά κέρδη.
Κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ επιβάλλουν ολοκληρωμένο φορολογικό συντελεστή στα μερίσματα 40,9% και 36,6% στα κεφαλαιακά κέρδη. Κατά το τελευταίο έτος, ορισμένες χώρες αύξησαν τους εταιρικούς συντελεστές τους, όπως η Τσεχική Δημοκρατία (από 19 σε 20%), η Ισλανδία (από 20 σε 21%), η Σλοβενία (από 19 σε 22%) και η Τουρκία (από 20 σε 25%). Άλλες έχουν αυξήσει τους ανώτατους προσωπικούς φορολογικούς συντελεστές τους για τα κεφαλαιακά κέρδη, όπως οι Κάτω Χώρες (από 32 σε 36%) και η Ισπανία (από 26 σε 28%). Αντίθετα, η Αυστρία μείωσε τον εταιρικό της συντελεστή από 24 σε 23%.
Όπως σημειώνει το Tax Foubndation, η διπλή φορολόγηση του εταιρικού εισοδήματος μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές στρεβλώσεις, όπως η μείωση της αποταμίευσης και των επενδύσεων, η στροφή προς ορισμένες μορφές επιχειρήσεων και η χρηματοδότηση με δανειακά κεφάλαια έναντι της χρηματοδότησης με ίδια κεφάλαια. Είναι ενδεικτικό ότι αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ενσωματώσει τους φορολογικούς κώδικες εταιρειών και φυσικών προσώπων για να εξαλείψουν ή να μειώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της διπλής φορολόγησης του εταιρικού εισοδήματος.