Παραμένει «βαριά» η φορολογία στα ακίνητα
Ο ΕΝΦΙΑ μειώθηκε κατά 33% μεσοσταθμικά την τελευταία πενταετία και υπό την προϋπόθεση της ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών μπορεί να μειωθεί περαιτέρω κατά 20%, ο ΦΠΑ στα νεόδμητα και ο Φόρος Υπεραξίας μετά το παρατεταμένο “πάγωμα” οδεύουν για το χρονοντούλαπο μετά το 2025, ο φόρος στις γονικές παροχές για την απόκτηση κύριας κατοικίας επί της ουσίας εξαφανίστηκε.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή η φορολογία που επιβαρύνει τα ακίνητα και την περιουσία εν γένει. Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονεί κανείς ότι οι σημαντικές ελαφρύνσεις στον φόρο κατοχής έμειναν στα φυσικά πρόσωπα, ενώ το βάρος για τις επιχειρήσεις παραμένει υψηλό- ειδικά μετά την αναπροσαρμογή των Τιμών Ζώνης- με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για το σχεδιασμό εγχώριων και ξένων επενδύσεων.
Ο «χάρτης» της Ευρώπης και η Ελλάδα
Όπως αναφέρει σχετική ανάλυση του Tax Foundation, oι πρώτοι φόροι ιδιοκτησίας, που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά κατά τη φεουδαρχική εποχή, επιβάλλονταν κυρίως στη γη και καταβάλλονταν κυρίως από τους αγρότες. Στη σύγχρονη εποχή, οι φόροι περιουσίας επιβάλλονται επίσης σε περιουσιακά στοιχεία όπως η ακίνητη περιουσία και καταβάλλονται σε επαναλαμβανόμενη βάση από φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Οι υψηλοί φόροι ιδιοκτησίας που επιβάλλονται όχι μόνο στη γη αλλά και στα κτίρια και τις κατασκευές μπορούν να αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε υποδομές, για τις οποίες οι επιχειρήσεις θα πρέπει να καταβάλλουν πρόσθετους φόρους. Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις μπορεί να επιλέξουν να εγκατασταθούν μακριά από μέρη με υψηλούς φόρους ακίνητης περιουσίας.
Δύο από τις 29 ευρωπαϊκές χώρες που καλύπτονται από τη συγκριτική ανάλυση, το Λιχτενστάιν και η Μάλτα, δεν επιβάλλουν καθόλου επαναλαμβανόμενους φόρους στην ιδιοκτησία. Η Εσθονία είναι η μόνη χώρα σε αυτόν τον χάρτη που φορολογεί μόνο τη γη, πράγμα που σημαίνει ότι ο φόρος ακίνητης περιουσίας της είναι ο πιο αποτελεσματικός.
Από τις 27 χώρες που επιβάλλουν φόρους στην ακίνητη περιουσία, οι 23 επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να εκπίπτουν τους φόρους ακίνητης περιουσίας ή γης από το εταιρικό εισόδημα, γεγονός που μετριάζει τη φορολογική επιβάρυνση και ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν.
Το Λουξεμβούργο έχει τα χαμηλότερα έσοδα από τον φόρο ακίνητης περιουσίας ως ποσοστό του ιδιωτικού του κεφαλαίου, 0,05%. Η Ελβετία έχει το δεύτερο χαμηλότερο μερίδιο, στο 0,08%, και ακολουθεί η Τσεχική Δημοκρατία, στο 0,1%. Στον αντίποδα, οι υψηλότεροι φόροι ακίνητης περιουσίας ως ποσοστό του ιδιωτικού κεφαλαιακού αποθέματος εμφανίζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο (1,94%), την Ισλανδία (1,18%) και την Ελλάδα (1,13%).
Σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση της Κομισιόν για τη φορολογία, οι επαναλαμβανόμενοι φόροι ακίνητης περιουσίας αποτελούν σταθερή πηγή εσόδων με πολύ περιορισμένες στρεβλώσεις, δεδομένου ότι τα ακίνητα δεν μπορούν να μετακινηθούν. Ωστόσο, ο σχεδιασμός τους είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή οπισθοδρομικών διανεμητικών επιπτώσεων και αρνητικών επιπτώσεων στις δραστηριότητες οικοδόμησης και ανακαίνισης.
Ταυτόχρονα, οι φόροι μεταβίβασης επί των ακινήτων θεωρείται ότι αυξάνουν το κόστος συναλλαγής της στέγασης και ακίνητης περιουσίας με αποτέλεσμα να οδηγούν σε λιγότερες συναλλαγές και σε μια λιγότερο δυναμική αγορά κατοικίας. Σε αρκετές χώρες τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα απαλλάσσονται, πάντως, από τους επαναλαμβανόμενους φόρους ακίνητης περιουσίας.
Σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν, τα έσοδα από τους φόρους περιουσίας (δηλαδή διάφοροι φόροι επί των περιουσιακών στοιχείων του πλούτου και μεταβιβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των κληρονομιών) σε σχέση με τα συνολικά φορολογικά έσοδα έχουν μειωθεί σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από πέντε.
Το Λουξεμβούργο παρουσίασε αύξηση του μεριδίου των φόρων περιουσίας κατά περισσότερες από 3 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Φινλανδία και η Γερμανία έχουν δει πιο περιορισμένες αυξήσεις εσόδων.
Από την άλλη, η μείωση του μεριδίου των εσόδων από τους φόρους ακίνητης περιουσίας είναι ιδιαίτερα έντονη στην Κύπρο, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι η Ελλάδα συλλέγει περίπου το 5,5% των φορολογικών της εσόδων από τους ετήσιους φόρους ακινήτων, που είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη.