Ηχηρό «καμπανάκι» για το δημογραφικό- Η περίπτωση της Ελλάδας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντιμετωπίσει ένα δραματικό δημογραφικό πρόβλημα τις επόμενες δεκαετίες. Ο πληθυσμός της ΕΕ αναμένεται να συρρικνωθεί σημαντικά, από 451 εκατομμύρια το 2022 σε 406 εκατομμύρια το 2050, μια μείωση 10%, ενώ ο αριθμός των ατόμων σε ηλικία εργασίας προβλέπεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο, από 264 εκατομμύρια σε 207 εκατομμύρια, δηλαδή 21% χαμηλότερα.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, δείχνει ότι ο αριθμός των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 32 εκατομμύρια κατά την περίοδο αυτή, ενώ ο αριθμός των παιδιών (κάτω των 20 ετών) προβλέπεται να μειωθεί κατά 21 εκατομμύρια.
Οι αριθμοί αναμφίβολα σοκάρουν κι όπως επισημαίνει σε ειδική μελέτη του το ινστιτούτου Bruegel, εκτός όλων των άλλων, αυτή η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού θα αποτελέσει σημαντική απειλή για την βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και των δημόσιων οικονομικών.
Η πίεση στις δημόσιες δαπάνες
Η δημογραφική αλλαγή επηρεάζει τη βιωσιμότητα του Δημόσιου Χρέους μέσω διαφόρων διαύλων. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να «καίει» την Ελλάδα, από τη στιγμή που και υψηλό Χρέος έχει και ο πληθυσμός της συρρικνώνεται με ταχείς ρυθμούς.
Κατ’ αρχάς, η δημογραφική αλλαγή μεταβάλλει τόσο τον αριθμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας όσο και τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των διαφόρων ηλικιακών ομάδων. Υπό τις ίδιες συνθήκες, η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού σημαίνει χαμηλότερο ΑΕΠ και, ως εκ τούτου, υψηλότερο λόγο Χρέους.
Η γήρανση του πληθυσμού αυξάνει επίσης τις δημόσιες δαπάνες για τους ηλικιωμένους μέσω των υψηλότερων συντάξεων, υγειονομικής περίθαλψης και μακροχρόνιας φροντίδας. Αν και σχετικές προβολές που έχουν γίνει για την Ελλάδα δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις με τον Ασφαλιστικό νόμο του 2016, αποσυμπιέζουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη ως το 2070, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τη συνολική εξίσωση, όπως αυτή αποτυπώνεται στους δημοσιονομικούς δείκτες των επόμενων ετών, εν προκειμένω τις απαιτήσεις για υψηλά πλεονάσματα.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Όπως επισημαίνει το Bruegel, tα καλά νέα είναι ότι ο αντίκτυπος της γήρανσης στους βασικούς δείκτες δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο ή η αύξηση των δαπανών, περιλαμβάνονται ήδη στην αρχική απαίτηση προσαρμογής βάσει των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, οι οποίοι αποσκοπούν στη μείωση των λόγων του Δημόσιου Χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ βάσει της Συνθήκης.
Ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή που πρέπει να αναληφθεί κατά την αρχική εφαρμογή των κανόνων είναι σημαντική - περίπου 1,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο- οι επόμενοι γύροι προσαρμογής δεν απαιτούν γενικά πρόσθετη αύξηση των διαρθρωτικών πλεονασμάτων.
Τα κακά νέα είναι ότι στις χώρες με αυξανόμενες δαπάνες γήρανσης - συμπεριλαμβανομένων σχεδόν των τριών τετάρτων των μελών της ΕΕ - η δημοσιονομική προσαρμογή στον προϋπολογισμό που δεν αφορά στη γήρανση θα πρέπει να συνεχιστεί μετά την αρχική περίοδο προσαρμογής τεσσάρων έως επτά ετών, για να εξασφαλιστούν πόροι για την αύξηση της γήρανσης, ακόμη και αν το διαρθρωτικό πλεόνασμα δεν χρειαστεί να αυξηθεί περαιτέρω.
Πρακτικά, οι δαπάνες που δεν αφορούν στη γήρανση (στοιχεία όπως οι υποδομές, οι κοινωνικές δαπάνες που δεν σχετίζονται με τη γήρανση, η άμυνα και η δημόσια διοίκηση) συμπιέζονται εάν το τμήμα του προϋπολογισμού που σχετίζεται με τη γήρανση επεκτείνεται - ή εναλλακτικά, η φορολογία πρέπει να αυξηθεί.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις του πληθυσμού ελλείψει μετανάστευσης, μεταξύ 15% και 18%, προβλέπονται για τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Κροατία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Πορτογαλία.
Σύμφωνα με τις προσομοιώσεις, η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με υψηλότερες κατά 0,8% του ΑΕΠ απαιτήσεις διαρθρωτικού πρωτογενούς πλεονάσματος κατά την περίοδο προσαρμογής 2046-2052, ως αποτέλεσμα της διασφάλισης της βιωσιμότητας του δημοσιονομικού ισοζυγίου.