Το αποτύπωμα του πρωτογενούς τομέα στη οικονομία: Οι προκλήσεις και τα προβλήματα -Ερευνα της «διαΝΕΟσις»

NEWSROOM
ελληνική σημαία σε μνημεία
Shutterstock: rawf8

Οι προκλήσεις αλλά και η στρατηγική σημασία του αγροτικού τομέα στην ελληνική οικονομία, σε όρους ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας καθώς και οι δυνατότητες διατηρήσιμης ανάπτυξης του, περιγράφονται σε έκθεση του Οργανισμού Έρευνας & Ανάλυσης «διαΝΕΟσις», υπό τον τίτλο «Ο Αγροτικός Τομέας στην Ελλάδα». 

Το 2023, η συνολική αξία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής (αγαθών) ήταν σχεδόν 12,9 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά 3% έναντι του 2022, η οποία όπως σημειώνεται στην έκθεση, σε πραγματικούς όρους, απομονώνοντας τις επιδράσεις των τιμών, ως μεταβολή έφτανε στο -16,1%.

Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν πολλοίς στις συνέπειες της κακοκαιρίας «Daniel» που έπληξε τη Θεσσαλία τον περασμένο Σεπτέμβριο, ωστόσο η πλήρης έκταση αυτών θα αποκαλυφθεί με την ολοκλήρωση της σοδειάς 2023-24.

Η συνολική παραγωγή του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα το 2023, μαζί με τις αγροτικές υπηρεσίες καθώς και τις μη-διαχωρίσιμες δευτερεύουσες δραστηριότητες ξεπέρασε τα 14 δισ. ευρώ το 2023, καταγράφοντας πτώση 1,4% σε σχέση με το 2022.

Σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) το 2023, ο αγροτικός τομέας συνεισέφερε 7 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ, έχοντας ένα μερίδιο συμμετοχής 3,6% (μερίδιο στη συνολική εγχώρια ΑΠΑ), πολύ κοντά στα διαχρονικά του επίπεδα (3,5%).

«Αν απομονώσουμε την εξέλιξη της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας του αγροτικού τομέα από τις μεταβολές των τιμών, η πραγματική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του αγροτικού τομέα μειώθηκε το 2023 κατά περισσότερο από ¼ (-25,55%), φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ στη χώρα μας, ενώ η διαχρονική ανάλυση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας του αγροτικού τομέα επιβεβαιώνει την αδυναμία του να μεγεθύνει την πραγματική προστιθέμενη αξία που παράγει (σταθερή τάση, εξαιρουμένου του 2023)» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της διαΝΕΟσις.

Αυξητική παραμένει η πορεία των εξαγωγών σε τρόφιμα, ποτά και είδη καπνού από το 2004, πορεία η οποία δεν ανεκόπη ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το περασμένο έτος, οι εξαγωγές αυτές ξεπέρασαν τα 8,8 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 9% σε σχέση με το 2022.

Σημαντικά θετική μακροχρόνια τάση παρουσιάζουν οι εξαγωγές των προϊόντων που παράγονται απευθείας από τον πρωτογενή τομέα, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης να φτάνει στο 3,9% την περίοδο 2005-2019 και να επιταχύνεται άνω του 7,4% την περίοδο 2020-2023.

Από το σύνολο της αξίας των προϊόντων του αγροτικού τομέα, σύμφωνα με την έκθεση, ένα ποσοστό που πλέον ξεπερνάει το 15% οδεύει σε εξαγωγές, με το υπόλοιπο σχεδόν 85% να διατίθεται για εγχώριες χρήσεις. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας χρήσης διατίθεται στην τελική κατανάλωση των νοικοκυριών (μερίδιο >1/3 της συν. παραγόμενης αξίας), ενώ ακολουθούν οι εισροές της βιομηχανίας τροφίμων, ποτών και ειδών καπνού (26%), οι ενδιάμεσες αναλώσεις του ίδιου του αγροτικού τομέα (16%) και οι εισροές της διαμονής και εστίασης (5,6%).

Όπως υπογραμμίζει η διαΝΕΟσις «οι τρεις κύριοι εγχώριοι χρήστες των προϊόντων που παράγει ο αγροτικός τομέας (εξαιρουμένου του ιδίου) καλύπτουν τη συντριπτική πλειονότητα των σχετικών χρήσεών τους από τους εγχώριους παραγωγούς:

  • τα νοικοκυριά κατά 82%,
  • η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού κατά 89%,
  • η διαμονή και εστίαση κατά 92%.

Σε ό,τι αφορά στους απασχολούμενους στον αγροτικό τομέα της χώρας μας, ανήλθαν, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, σε περισσότερα από 461 χιλιάδες άτομα, με το μερίδιο στη συνολική απασχόληση να φτάνει στο 11%.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι τα τελευταία τρία έτη παρατηρείται μια τάση αύξησης της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, όπως και του μεριδίου της, χωρίς όμως αυτό να αντικατοπτρίζεται στην αντίστοιχη πραγματική μεταβολή στην αξία παραγωγής ή στην προστιθέμενη αξία.

Τέλος, παρά το αρκετά καλό επίπεδο μέσης ανταγωνιστικότητας, ο ελληνικός αγροτικός τομέας παρουσιάζει σημαντικά χαμηλές επιδόσεις σε όλους τους δείκτες που μετρούν την παραγωγικότητα της εργασίας και του εδάφους, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε ένα ευρύ πεδίο προβλημάτων και αδυναμιών, κάποια εκ των οποίων αποτελούν καθολικά ζητήματα για ολόκληρη την ελληνική οικονομία, όπως η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων για επενδύσεις, η πολύ μικρή επιχειρηματικότητα και το μεγάλο μερίδιο επιχειρηματικότητας ανάγκης κ.α.

Τα κυριότερα έξι προβλήματα και προκλήσεις του ελληνικού αγροτικού τομέα

Σε έξι κατηγορίες «συνοψίζει» η διαΝΕΟσις τις μεγάλες προκλήσεις αλλά και τα κυριότερα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο αγροτικός τομέας στη χώρα μας.

Αρχικά, στην έκθεση αναδεικνύεται η γήρανση των επαγγελματιών στον πρωτογενή τομέα της χώρας μας. Το 2020 σχεδόν το 65% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων ήταν τουλάχιστον 55 ετών, με το 37,1% εξ' αυτών να είναι τουλάχιστον 65 ετών.

Με βάσει τα παραπάνω στοιχεία, η διαΝΕΟσις υπογραμμίζει ότι τα επόμενα χρόνια χρειάζεται να αντικατασταθούν περί τα 200 χιλ. άτομα (που το 2020 ήταν ηλικίας 65+), ενώ εντός της επόμενης δεκαετίας θα χρειαστεί κάτι αντίστοιχο για άλλα σχεδόν 150 χιλ. άτομα (που το 2020 ήταν ηλικίας 55-64 ετών).

Χαμηλό είναι και το επίπεδο της τεχνικής εκπαίδευσης των Ελλήνων αγροτών. Αναλυτικά, το 2020 μόλις το 0,7% των διαχειριστών αγροτικών μονάδων είχε πλήρη αγροτική εκπαίδευση και ένα 5,2% μια βασική εκπαίδευση για την αγροτική παραγωγή. Το υπόλοιπο 94,1% δεν είχε κανενός είδους εκπαίδευση στην απασχόλησή του, παρά μόνο πρακτική εμπειρία.

Υστέρηση παρατηρείται και στις επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου αλλά και στη υιοθέτηση νέων τεχνολογιών στον πρωτογενή τομέα. Η οικονομική κρίση που βίωσε κατά τη περασμένη δεκαετία η χώρα μας αλλά και η πανδημία του κορονοϊού «φρέναραν» τις επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα. Τα χρόνια μετά την πανδημία ο ελληνικός πρωτογενής τομέας κατάφερε να επιτύχει επενδυτική ένταση ανάλογη με τους ομολόγους του στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όμως, σύμφωνα με την έκθεση της διαΝΕΟσις, ο έντονος κατακερματισμός σε μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις συνεπάγεται αναποτελεσματική επενδυτική συμπεριφορά και χαμηλότερο μέσο βαθμό χρησιμοποίησης του νεο-αποκτώμενου κεφαλαιακού εξοπλισμού.

Σημαντική πίεση προκάλεσε στο εισόδημα των Ελλήνων αγροτών οι τεράστιες αυξήσεις που καταγράφηκαν στο κόστος παραγωγής, μετά τις κρίσης των τελευταίων ετών.

Μεταξύ άλλων, οι αυξήσεις σε ενέργεια (+29%, μεταξύ 2019-2023), λιπάσματα (+72,3%), ζωοτροφές (+39,3%) αλλά και η παγκόσμια πληθωριστική κρίση των τελευταίων ετών, είχε ως αποτέλεσμα, εκτός από τη συμπίεση του αγροτικού εισοδήματος, μετακύλιση του κόστους στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και των παράγωγών τους.

Σύμφωνα με σχετική μελέτη της διαΝΕΟσις, η αναμενόμενη συνολική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή της χώρας μας θα είναι σαφώς αρνητική.

Στη Ελλάδα το 80-85% της συνολικής κατανάλωσης νερού αφορά στον αγροτικό τομέα.

Σύμφωνα με μελέτες της διαΝΕΟσις, η μείωση των βροχοπτώσεων, αλλά και οι ανεπάρκειες στην οργάνωση των αρδευτικών υποδομών και στη διαχείριση του αρδευτικού νερού, θα έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανεπάρκειας στο αρδευτικό νερό.

Στη πρώτη μελέτη τονίζεται μεταξύ άλλων η ανάγκη για διαφοροποίηση εναλλαγή των καλλιεργειών, την επιλογή καλλιεργειών που προσαρμόζονται καλύτερα στις νέες κλιματικές συνθήκες ανά περιοχή, την επέκταση των καλυμμένων καλλιεργειών και της παραγωγής σε θερμοκήπια.

Στη δεύτερη μελέτη τέλος, προτείνονται πολιτικές όπως η συνένωση αρκετών Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ), η πρόβλεψη για διοίκηση από managers, για συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και για την ύπαρξη συγκεκριμένου επιστημονικού προσωπικού κ.α.

ΣΧΕΤΙΚΑ