«Καμπανάκι» από το ΔΝΤ: «Τελειώνει η περίοδος των παχιών αγελάδων για τις τράπεζες»
Τελικά δεν είναι μόνο η Τράπεζα της Ελλάδας που επιχειρεί να κατεβάσει από τα... σύννεφα τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, ζητώντας μέτρα για την εξυγίανση του ενεργητικού τους και αύξηση των ροών χρηματοδότησης της οικονομίας, ως “εργαλείο” για τη διατήρηση της κερδοφορίας τους.
Με ειδική μελέτη το ΔΝΤ έρχεται να κρούσει ηχηρό καμπανάκι σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, που άνοιξαν... σαμπάνιες μετά τις θεαματικές κερδοφορίες, θυμίζοντας τους ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του... θριάμβου οφείλεται στην επιθετική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και στις διαφορές επιτοκίων που “έχτισαν” τα τραπεζικά ιδρύματα από το καλοκαίρι του 2022 ως σήμερα. Όλα τα ωραία- για τις τράπεζες- όμως τελειώνουν.
Οι διαπιστώσεις...
Με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Τραπεζική κερδοφορία στην Ευρώπη: Δεν ήρθε για να μείνει”, η μελέτη του ΔΝΤ διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι καθώς οι ταχείες αυξήσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής μεταδίδονται πιο αργά στα επιτόκια καταθέσεων των τραπεζών από ό,τι στα επιτόκια δανείων τους, τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου των ευρωπαϊκών τραπεζών αυξήθηκαν απότομα το 2023. Αυτό το είδαμε και στην Ελλάδα.
Και συνεχίζει: “σε συνδυασμό με την ανθεκτική ποιότητα του ενεργητικού, τα ευρύτερα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια στήριξαν κέρδη-ρεκόρ για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, βοηθώντας τις να ανακάμψουν σε επίπεδα που είχαν παρατηρηθεί για τελευταία φορά τα έτη που προηγήθηκαν της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης”.
... οι εκτιμήσεις...
Τι μέλλει γενέσθαι από δω και πέρα; Αντλώντας ιστορικά στοιχεία από τους ισολογισμούς και τις καταστάσεις εισοδήματος πάνω από 2.500 ευρωπαϊκών τράπεζες, η μελέτη του ΔΝΤ προβλέπει ότι τα ασυνήθιστα υψηλά κέρδη θα αρχίσουν να εξανεμίζονται σύντομα, καθώς τα έσοδα από τόκους μειώνεται με τα χαμηλότερα επιτόκια πολιτικής, ενώ το υψηλότερο κόστος απομείωσης θα αρχίσει να επιβαρύνει τα κέρδη με τη συνηθισμένη καθυστέρηση.
Εν τω μεταξύ, διάφοροι διαρθρωτικοί παράγοντες που έχουν επιβαρύνει τις επιδόσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών, όπως η χαμηλή αποδοτικότητα του λειτουργικού κόστους και η περιορισμένη υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ανεπίλυτοι και θα συνεχίσουν να αποτελούν τροχοπέδη για τα κέρδη και τις κεφάλαιο μόλις η “έκρηξη” των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων “σβήσει”.
Η ανάλυση σεναρίων δείχνει ότι σχεδόν 90% της αύξησης των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων που καταγράφηκε το 2023, προβλέπεται να εξασθενίσει με ένα μόνο μικρό υπόλοιπο ποσό που θα παραμείνει το 2024-26.
... και οι συστάσεις
Στο δια ταύτα, κατά το ΔΝΤ, οποιαδήποτε πολιτική αντίδραση στην εκτίναξη της κερδοφορίας των τραπεζών πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι τα κέρδη είναι πιθανότατα προσωρινά, σε μεγάλο βαθμό παρενέργεια της ταχείας αύξησης των επιτοκίων της νομισματικής πολιτικής από αρνητικά επίπεδα όπου βρίσκονταν για οκτώ χρόνια μέχρι τα μέσα του 2022, και τον περιορισμένο ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών για καταθέσεις (με αποκορύφωμα τα υποτονικά επιτόκια καταθέσεων) σε μια περίοδο υψηλών επιπέδων τραπεζικής ρευστότητας.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις τράπεζες να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε μελλοντικά σοκ. Ο κίνδυνος υψηλότερων, από το αναμενόμενο, μη εξυπηρετούμενων δανείων στο μέλλον υποδηλώνει ότι σε πολλές περιπτώσεις τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να διοχετευθούν καταλληλότερα προς τα κεφάλαια των τραπεζών, με την ανάγκη διατήρησης ή αναδημιουργίας αποθέματος ασφαλείας να ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών ή των μεμονωμένων τραπεζών.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αντιμετώπιση των διαρθρωτικών παραγόντων που επιβαρύνουν που την κερδοφορία των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών επιπέδων αποδοτικότητας κόστους και σε ορισμένες περιπτώσεις των υπερβολικά εκτεταμένων δίκτυα υποκαταστημάτων, παραμένουν υψίστης σημασίας για την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και για να διασφαλιστεί ότι μπορεί να στηρίξει επαρκώς τη δραστηριότητα με υγιή παροχή πιστώσεων.