Γραφείο Προϋπολογισμού: Μεγαλύτερος ο πληθωρισμός της ακρίβειας στην Ελλάδα - Η μείωση του ΦΠΑ δεν συνιστά λύση

NEWSROOM
O Πύργος Αθηνών
Πλάνο της Αθήνας με τον Πύργο Αθηνών να ξεχωρίζει Φωτογραφία: Shutterstock

«Η επικαιροποιημένη εκτίμηση για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,5%».

Σε ανάλυση του πληθωρισμού στις βασικές συνιστώσες του, για την εξαγωγή συμπεράσματος σχετικά με τη συνεισφορά του κόστους εργασίας και των κερδών των επιχειρήσεων στην εξέλιξή του ιδιαίτερα από την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία που επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις και την ακρίβεια, προχώρησε το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Η ανάλυση δείχνει ότι τα κέρδη είχαν υπερδιπλάσια συνεισφορά στην σωρευτική αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ μέχρι το 2024 σε σχέση με το μισθολογικό κόστος. Η δυναμική των κερδών όμως έχει υποχωρήσει σημαντικά από το πρώτο τρίμηνο του 2023 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024, και κατά αυτό το διάστημα το μερίδιο του μισθολογικού κόστους στον πληθωρισμό ΑΕΠ υπερέχει κατά το διπλάσιο περίπου του μεριδίου των κερδών.

Η ανάλυση αυτή παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις είτε για λόγους μειωμένου ανταγωνισμού, είτε λόγω αυξημένης ζήτησης που προήλθε από το αυξημένο απόθεμα αποταμίευσης των νοικοκυριών και τον τουρισμό κατάφεραν να περάσουν τις αυξήσεις του εισαγόμενου κόστους στις τιμές και να ενισχύσουν σημαντικά τα κέρδη τους κυρίως κατά την έντονη φάση των πληθωριστικών πιέσεων.

Σύμφωνα με την ανάλυση, είναι εμφανές ότι όσον αφορά την Ελλάδα από την συνολική αύξηση του πληθωρισμού (του ΑΕΠ) κατά 16% για την περίοδο αναφοράς (δ᾿ τρίμηνο 2019 - α᾿ τρίμηνο 2024), πρωταρχική συνεισφορά στον πληθωρισμό είχαν τα κέρδη (ανά μονάδα προϊόντος) με το μερίδιο τους να διαμορφώνεται στο 9%, ενώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας (που αντανακλά μισθούς και εργοδοτικές εισφορές) συνεισέφερε 4,1% για την ίδια περίοδο.

Αντίθετα, στην Ευρωζώνη για την ίδια περίοδο αναφοράς παρατηρείται ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας, σε αντίθεση με τα μοναδιαία κέρδη, έχει ισχυρή συνεισφορά στον πληθωρισμό με 10% περίπου.

Η μείωση του ΦΠΑ

Πρόσφατα έχει εισέλθει στον δημόσιο διάλογο και η προοπτική μειώσεων έμμεσων φόρων, όπως του ΦΠΑ, κυρίως σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης όπως τα τρόφιμα. Το Γραφείο προχώρησε σε ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας που εξετάζει τη διάχυση (pass through) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή. ΄Επειτα από ενδελεχή ανάλυση πλήθους προϊόντων σε 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης αναφορικά με τις επιπτώσεις που αποφέρουν μεταβολές (αυξομειώσεις) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή, προκύπτουν τρία ενδιαφέροντα ευρήματα.

Πρώτον, ένα μικρό μόνο μέρος των μειώσεων του ΦΠΑ, περίπου 6%, διαχέεται στις τελικές τιμές και μόνο βραχυχρόνια. Αντιθέτως οι αυξήσεις ΦΠΑ διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου.

Επιπλέον, η επαναφορά των συντελεστών ΦΠΑ οδηγεί σε δυσανάλογες αυξήσεις τιμών γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή.

Δεύτερον, μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί την μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την μείωση του.

Τρίτον, οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών.

Τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας, δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην Ελληνική αγορά, σε σχέση με την ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία.

Συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για την λύση του δομικού προβλήματος της «ακρίβειας».

Αντίθετα, το Γραφείο, όπως επισήμανε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους.

Ανάπτυξη 2,5% το 2024

Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας το Γραφείο αναφέρει ότι «η επικαιροποιημένη εκτίμηση για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,5% και είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,0% και 2,5%».

ΣΧΕΤΙΚΑ