Όλο το παρασκήνιο της έκδοσης του 30ετούς ομολόγου - Πώς αποφασίστηκε η έξοδος τώρα και πώς φτάσαμε κοντά σε νέο ρεκόρ προσφορών
Το δεύτερο ερώτημα, που έπρεπε να απαντηθεί ήταν αν η έκδοση έπρεπε να γίνει πριν ή μετά τον Ιούνιο, δηλαδή μετά τις Ευρωεκλογές.
Το ότι άνοιξαν πάνω από 325 λογαριασμοί για να «φορτώσουν» το βιβλίο προσφορών με πάνω από 33 δισ. ευρώ, δεν ήταν ούτε αυτονόητο ούτε υγιεινός
περίπατος, ειδικά σε μια τέτοια συγκυρία, όπου η ατμόσφαιρα στις αγορές μυρίζει «μπαρούτι».
Το ερώτημα που «έκαιγε» από την πρώτη στιγμή, όταν ο ΟΔΔΗΧ ανακοίνωσε την πρόθεση του να προχωρήσει σε έκδοση ομολόγου και μάλιστα 30ετούς, ήταν «γιατί τώρα;».
Μετά από αλλεπάλληλες επιτυχημένες εκδόσεις -ακόμα και σε ημέρες που η Ελλάδα «κυνηγούσε» την επενδυτική βαθμίδα- κι έχοντας πετύχει ιστορικό ρεκόρ προσφορών 35 δισ. ευρώ στην πρώτη φετινή έκδοση, ο ΟΔΔΗΧ βρισκόταν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Επί της ουσίας, συνεκτιμώντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις αβεβαιότητες που σκιάζουν τις αγορές, θα έπρεπε να αποφασιστεί αν θα «παίξει» συντηρητικά, δίνοντας περισσότερο όγκο σε υφιστάμενες εκδόσεις (και) με reopening ή αν θα εισαγάγει νέο σημείο στην καμπύλη του ελληνικού Χρέους.
Στην πρώτη επιλογή, θα μπορούσε φέτος άνετα να αντλήσει τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ ακόμα, με κινήσεις εκ του ασφαλούς. Ωστόσο, παράλληλα θα έπρεπε να ληφθεί απόφαση για το πότε θα γινόταν η αναγκαία διόρθωση στην καμπύλη του Χρέους, αν όχι φέτος. Θα μπορούσε να γίνει το 2025; Δύσκολα, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα είναι ακόμα μικρότερες από φέτος. Ωστόσο, το 2026 φάνταζε πολύ μακρινό και με δεδομένο ότι η προηγούμενη έκδοση 30ετούς είχε γίνει το 2021 και είχε «κλειδωθεί» στην ΕΚΤ στα πλαίσια του ΡΕΡΡ, ελήφθη η απόφαση: «τώρα».
Το δεύτερο ερώτημα
Το δεύτερο ερώτημα, που έπρεπε να απαντηθεί ήταν αν η έκδοση έπρεπε να γίνει πριν ή μετά τον Ιούνιο, δηλαδή μετά τις Ευρωεκλογές. Εδώ η απόφαση ήταν σαφώς πιο εύκολη.
Ακόμα και όσοι ασχολούνται επιδερμικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, αντιλαμβάνονται ότι οι αλλεπάλληλες κρίσεις μετά το 2020, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, δείχνουν να διαταράσσουν τους συσχετισμούς στη Γηραιά Ήπειρο. Πρακτικά, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ποια θα είναι η «επόμενη ημέρα» στην Ευρώπη, μετά τις 9 Ιουνίου. Με αυτό το δεδομένο, μια έκδοση 30ετούς θα έπρεπε να πάει προς το φθινόπωρο, αναζητώντας πιο ήρεμα νερά. Εκεί ελλοχεύει, όμως, μια άλλη παγίδα.
Μπαίνοντας στο Σεπτέμβριο, οι ΗΠΑ θα βρίσκονται στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές και όλοι οι αναλυτές «μετράνε» τι θα σημαίνει για την Ευρώπη μια νέα θητεία Τραμπ. Με δεδομένο ότι ήδη ο πρώην πρόεδρος έχει διαμηνύσει στους Ευρωπαίους ότι θα πρέπει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο ΝΑΤΟ για να συνεχίσουν οι ΗΠΑ να υποστηρίζουν τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μετράνε και ξαναμετράνε πώς θα μπορούσαν να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών, χωρίς να τιναχθεί στον αέρα το φρεσκοψηφισμένο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Σε μια τέτοια ανταριασμένη ατμόσφαιρα, προφανές είναι ότι δεν θα ήταν φρόνιμη μια έξοδος στις αγορές, με τόσο φιλόδοξους στόχους. Και κάπως έτσι αποφασίστηκε ότι το βιβλίο θα έπρεπε να ανοίξει πριν από τον Ιούνιο.
Το πλεόνασμα, το ΔΝΤ, το Reuters και η αναβάθμιση από τον S&P
Όσο για το ορόσημο του Απριλίου, η αλήθεια είναι ότι είχε μπει σε ανύποπτη στιγμή σε… κυκλάκι, καθώς τα στοιχεία που είχε στη διάθεση του προ πολλού και ο ΟΔΔΗΧ, έδειχναν ότι οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το περσινό πλεόνασμα θα ήταν κάτι παραπάνω από θετικές, όπως κι έγινε. Το… κερασάκι στην τούρτα ήταν η θετική Έκθεση του ΔΝΤ, το διθυραμβικό δημοσίευμα του Reuters και πάνω απ’ όλα η αναβάθμιση-έκπληξη από τη S&P, που αιφνιδίασε ευχάριστα ακόμα και την Αθήνα.
Με αυτά τα δεδομένα, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αξιολόγηση από τη Fitch στις 31 Μαΐου, η οποία μπορεί να συμπίπτει σχεδόν με τις ευρωκάλπες, αλλά από την άλλη έχουν μπει, πλέον, στο ζύγι και αυτά τα 33 δισ. ευρώ, ως ψήφος εμπιστοσύνης στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας…