Η «τοξική» διάταξη για (μη) εξόφληση του ΕΝΦΙΑ

«Βραχυκύκλωμα» στις πληρωμές οφειλών ΕΝΦΙΑ από φορολογούμενους με μεγάλη ακίνητη περιουσία, που έχουν την πρόθεση να πουλήσουν ακίνητα για να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους στην εφορία, προκαλεί μια άστοχη διάταξη, που τέθηκε σε ισχύ πέρυσι.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των φορολογουμένων με μεγάλης αξίας ιδιοκτησίες, οι οποίοι έχουν σωρεύσει οφειλές ΕΝΦΙΑ από προηγούμενα έτη και αδυνατούν να τις εξυπηρετήσουν, ενώ η αξία των ιδιοκτησιών τους μπορεί να είναι πολύ υψηλότερη από τις οφειλές τους.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κοινή λογική επιτάσσει να πουλήσει ο φορολογούμενος όσα ακίνητα χρειάζεται για να εξοφλήσει τους καθυστερούμενους φόρους. Όμως, η ίδια η νομοθεσία καθιστά σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη την πώληση των ακινήτων, η εφορία μένει με… άδεια χέρια και ο φορολογούμενος εξακολουθεί να χρωστάει και να αντιμετωπίζει τις διόλου ευχάριστες διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης!

Η διάταξη που, όχι άδικα, χαρακτηρίζεται από λογιστές «τοξική» έχει εισαχθεί στη νομοθεσία πέρυσι, με το άρθρο 37 του ν. 4569/2018, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 54Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.

Ειδικότερα, η διάταξη προσθέτει στη νομοθεσία ένα νέο εδάφιο, που ορίζει τα ακόλουθα: «Είναι δυνατή, μετά από αίτηση του υπόχρεου, η χορήγηση πιστοποιητικού για μεταβίβαση συγκεκριμένου ακινήτου με παρακράτηση και απόδοση του συνολικά οφειλόμενου ποσού κύριων και πρόσθετων φόρων και προσαυξήσεων για όλα τα ακίνητα για τα οποία είναι υπόχρεος».

Αρχική πρόθεση του νομοθέτη ήταν να διασφαλίσει ότι, όταν ένας φορολογούμενος πουλάει ένα ακίνητο, ενώ έχει ταυτόχρονα οφειλές ΕΝΦΙΑ και από άλλα, δεν θα παίρνει λεφτά στο χέρι από τη συναλλαγή, αλλά όσα χρήματα «περισσεύουν» θα πηγαίνουν προς εξόφληση οφειλών ΕΝΦΙΑ και από άλλα ακίνητα.

Όμως, έτσι όπως διατυπώθηκε τελικά η ρύθμιση, ερμηνεύεται διαφορετικά από τις εφορίες, που θέτουν ως προϋπόθεση για την πώληση ενός ακινήτου και την εξόφληση του συνόλου των οφειλών από τα υπόλοιπα ακίνητα του φορολογούμενου.

Αυτή η πρόβλεψη οδηγεί σε ακραίους παραλογισμούς, σε ορισμένες περιτώσεις: αν κάποιος οφείλει ΕΝΦΙΑ, για παράδειγμα, 1 εκατ. ευρώ δεν μπορεί να πάρει «άδεια» από την εφορία να πουλήσει ένα ακίνητο αξίας 300.000 και να αποδώσει τα χρήματα που θα εισπράξει στην εφορία, για να καλύψει τον οφειλόμενο ΕΝΦΙΑ για το ακίνητο που πουλήθηκε και να διατεθεί το υπόλοιπο τίμημα για την εξόφληση οφειλών και για άλλα ακίνητα ιδιοκτησίας του.

Όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη και ερμηνεύεται από τις εφορίες, ο φορολογούμενος θα πρέπει να είναι σε θέση, για να του επιτραπεί αυτή η πώληση, να εξοφλήσει από την πώληση ενός ακινήτου ολόκληρη την οφειλή του 1 εκατ. ευρώ. Ακόμη και αν ο φορολογούμενος έχει στην κατοχή του και άλλα ακίνητα, αξίας πολύ μεγαλύτερης της οφειλής, είναι πρακτικά αδύνατο να καταφέρει να πουλήσει ταυτόχρονα όσα χρειάζονται για να καλύψει ολόκληρη την οφειλή.

Έτσι, η συναλλαγή για το ακίνητο των 300.000 ευρώ μπλοκάρεται από την εφορία και ο φορολογούμενος παραμένει βυθισμένος στις οφειλές, χωρίς να μπορεί να ρευστοποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία για να τις εξοφλήσει, με αποτέλεσμα και το Δημόσιο να στερείται πολύτιμα έσοδα, τα οποία θα πρέπει να επιδιώξει να εισπράξει με αναγκαστικά μέτρα.

Σύμφωνα με πληροφορίες του economistas, στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων έχουν τεθεί ερωτήματα για τέτοιες περιπτώσεις, αλλά η Αρχή απαντά ότι δεν μπορεί να δοθεί κάποια ελαστική ερμηνεία στο νόμο, ώστε να ξεμπλοκαριστούν συναλλαγές πώλησης ακινήτων. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να αναλάβει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου πρωτοβουλία για διόρθωση του νόμου.

TAGS
ΣΧΕΤΙΚΑ