Η κρίσιμη δεκαετία για το ελληνικό Χρέος
Μακροπρόθεσμα, δηλαδή με ορίζοντα το 2070, το Χρέος της Ελλάδας είναι ένα από τα μόλις 8 σε όλη την Ευρώπη, που χαρακτηρίζεται ως χαμηλού ρίσκου.
Ωστόσο, μέχρι να φτάσουμε εκεί, η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει αλώβητη τη δεκαετία 2024-2034, η οποία σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεωρείται υψηλού ρίσκου.
Παραδοχές, προβλέψεις και εναλλακτικά σενάρια αποτυπώνονται στο Debt Monitor 2023. Ξεκινώντας από αυτό που έχουμε μπροστά μας, η Ανάλυση Βιωσιμότητας που έχει εκπονήσει για τα κράτη- μέλη η Κομισιόν, εξακολουθεί να κατατάσσει την Ελλάδα ανάμεσα στις 9 χώρες υψηλού ρίσκου. Κάθε μια από αυτές για διαφορετικούς λόγους.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι Βέλγιο, Ισπανία, Γαλλία και Ιταλία βρίσκονται στη δυσμενή θέση, καθώς διαπιστώνεται περαιτέρω άνοδος του ήδη υψηλού Χρέους τους, ενώ στα «κόκκινα» βρίσκονται Ρουμανία, Σλοβακία, Φινλανδία καθώς το Χρέος τους ξεπερνά το 90%. Όσον αφορά στην Ελλάδα, η επισήμανση από τους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι αν και το Χρέος της βρίσκεται σε καθοδική πορεία, παραμένει σε υψηλό επίπεδο ενώ την ίδια ώρα υπάρχουν φιλόδοξες δημοσιονομικές παραδοχές.
Το «στρεσάρισμα» του Χρέους αυτών των χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, καλύπτει πολλαπλά ενδεχόμενα σοκ, αν και αυτό που φαίνεται ότι προβληματίζει περισσότερο τις Βρυξέλλες είναι οι επιπτώσεις από την αύξηση των δαπανών, που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού. Στα δυσμενή σενάρια συμπεριλαμβάνεται ένα λιγότερο ευνοϊκό περιβάλλον ανάπτυξης- επιτοκίων, καθώς και μια αναταραχή στις αγορές, που ενδεχομένως θα συνεπαγόταν προκλήσεις γι’ αυτές τις χώρες, δεδομένων των δανειακών τους αναγκών.
Σύμφωνα με την ανάλυση για την Ελλάδα, εκτιμάται ότι υπάρχει ένα μέτριο ποσοστό ρίσκου 14%, το Χρέος της το 2028 να υπερβαίνει τα επίπεδα του 2023, δηλαδή το 160,9% του ΑΕΠ.
Ειδικά όσον αφορά στις δανειακές της ανάγκες, που αναμένεται να αυξηθούν κοντά στο 16% του ΑΕΠ το 2033, όταν δηλαδή θα εκπνεύσει η περίοδος χάριτος για τις πληρωμές των τόκων του 2ου Μνημονίου, η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει από τους Ευρωπαίους εταίρους, ότι θα ληφθούν υπόψιν ως αστερίσκος στις Αναλύσεις Βιωσιμότητας του Χρέους στο πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων κι ως εκ τούτου δεν θα έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις.
Με τις παραδοχές της Κομισιόν, αν η Ελλάδα ξεπεράσει χωρίς προβλήματα αυτήν την κρίσιμη δεκαετία, έχει κάθε λόγο να ατενίζει με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον. Είναι ενδεικτικό ότι με προβολή τη βιωσιμότητα του Χρέους το 2070, η Ελλάδα φεύγει από την ομάδα των χωρών υψηλού ρίσκου- όπου παραμένουν Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβενία, Σλοβακία- και μετακινείται στις χώρες χαμηλού ρίσκου, μαζί με τη Δανία, την Εσθονία, την Πορτογαλία, τη Σουηδία, την Κύπρο και την Κροατία. Υπάρχει, όμως, ένα «αλλά».
Δύο είναι οι δείκτες, που «διαβάζουν» τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Χρέους μιας χώρας. Ο πρώτος (S2) μετρά τη δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται, προκειμένου να σταθεροποιηθεί το Χρέος σε βάθος χρόνου. Ο δεύτερος (S1) μετρά τη δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται έτσι ώστε το Χρέος να πέσει στο 60% ως το 2070.
Το πλάνο για την Ελλάδα, σε σύγκριση με το Debt Monitor του 2022, είναι σαφώς πιο απαιτητικό, όσον αφορά στη δημοσιονομική προσπάθεια των επόμενων ετών, καθώς η Ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «πατάει» σε πολύ υψηλότερα διαρθρωτικά πλεονάσματα, για να βγει ο λογαριασμός, δηλαδή για να υποχωρήσει το ελληνικό Χρέος στο όριο του 60%. Συγκεκριμένα, βασίζεται στην παραδοχή πρωτογενούς πλεονάσματος 2,5% φέτος, 3% το 2025, 2,9% το 2026, 2,8% το 2027 και 2,7% ως και το 2030, για να χαμηλώσει σταδιακά ο πήχης ως το 2,1% το 2034.
Το «κλειδί» για χαμηλότερα πλεονάσματα αναμφίβολα θα είναι οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, από αυτούς που προβλέπει το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: μόλις 2,3% φέτος, 2% το 2025 και «βουτιά» κάτω από 1% μετά το 2034. Είναι ενδεικτικό ότι στο αρνητικό σενάριο των χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης (0,3% την περίοδο 2025- 2034), το ελληνικό Χρέος το 2034 υπολογίζεται ότι θα βρίσκεται περίπου 10 μονάδες ψηλότερα σε σχέση με το βασικό σενάριο του 116,4%.
Στα monitors της Κομισιόν βρίσκονται και οι κρατικές εγγυήσεις, καθώς η κατάπτωση τους ισοδυναμεί με αύξηση του Χρέους. Το 2022 ανέρχονταν στο 12,2% του ΑΕΠ, έναντι 7,1% που ήταν ο κοινοτικός μέσος όρος.