«Αστερίσκοι» στη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την Άμυνα και τις στρατιωτικές δαπάνες

Εικόνα αρχείου: Eurokinissi

Το πρώτο βήμα έγινε με την απόφαση- και μάλιστα σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών- να αντιμετωπίζονται πιο «ελαστικά» οι αμυντικές δαπάνες των κρατών- μελών, όσον αφορά στον υπολογισμό των δημοσιονομικών ελλειμάτων.

Το δεύτερο βήμα έγινε με τη νέα ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική, η οποία ουσιαστικά επιβλήθηκε λόγω των πιθανών εξελίξεων στις ΗΠΑ, με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο και την επαπειλούμενη αλλαγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Υπάρχει υποστήριξη των πολιτών σε αυτό το νέο ευρωπαϊκό «δόγμα»; Η πιο πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης του Ευρωβαρόμετρου έδειξε - σύμφωνα με προηγούμενες δημοσκοπήσεις - ότι το 79% των ερωτηθέντων τάσσεται είτε σθεναρά είτε λίγο υπέρ μιας μεγαλύτερης αμυντικής συνεργασίας σε επίπεδο ΕΕ και το 65% συμφωνεί ότι πρέπει να δαπανηθούν περισσότερα για την άμυνα στην ΕΕ.

Υπάρχουν δυσκολίες; Προφανώς και ναι.

Σύμφωνα με το ινστιτούτο Bruegel, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική στρατηγική (EDIS), η οποία προτάθηκε στις 5 Μαρτίου, αποσκοπεί στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης (EDTIB), ενός τομέα που το 2021 θα διακινήσει 70 δισεκατομμύρια ευρώ. Η στρατηγική έχει πολλά να συστήσει: υιοθετεί θετικό τόνο απέναντι στην αμυντική βιομηχανία και δικαίως θέλει να μειώσει τον κατακερματισμό και να ενισχύσει την ενιαία αγορά για την άμυνα. Ωστόσο, τρεις πτυχές της EDIS ενδέχεται να χρήζουν διόρθωσης.

Πρώτον, η στρατηγική είναι υπερβολικά θετική όσον αφορά στην αξιολόγηση των ικανοτήτων της EDTIB. Ενώ η ευρωπαϊκή παραγωγή πυρομαχικών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια, εξακολουθεί να υπολείπεται των αναγκών, σε ένα πλαίσιο στο οποίο η ρωσική παραγωγή έχει αυξηθεί και η Ρωσία έχει εξασφαλίσει τον εφοδιασμό από τους συμμάχους της. Το EDIS φαίνεται να υποβαθμίζει την άμεση πρόκληση της παραγωγής αρκετών όπλων και πυρομαχικών για την Ουκρανία και την αναπλήρωση των ευρωπαϊκών αποθεμάτων.

Δεύτερον, η στρατηγική προτείνει ένα πολύ υψηλότερο εγχώριο μερίδιο παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών προμηθειών, χωρίς να εξηγεί σωστά γιατί αυτό είναι επιθυμητό. Η χρήση των παγκόσμιων προμηθειών για την αντιμετώπιση του σοκ της ζήτησης αμυντικών προϊόντων είναι σημαντική για την Ευρώπη και τη Ρωσία. Η επιδίωξη για μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή είναι δικαιολογημένη, αλλά αυτό σε βάρος του εξωτερικού εφοδιασμού θα ήταν λάθος βραχυπρόθεσμα, καθώς θα έλειπαν πυρομαχικά και οι διατλαντικές σχέσεις θα μπορούσαν να επιδεινωθούν.

Σύμφωνα με το Bruegel, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η στρατηγική βιομηχανική πολιτική στον τομέα της άμυνας θα μπορούσε κάλλιστα να ωφεληθεί αν δεν επικεντρωνόταν μόνο στην ΕΕ, αλλά συμπεριλάμβανε και χώρες εταίρους, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τρίτον, η στρατηγική πρέπει να είναι πιο τολμηρή όσον αφορά στη χρηματοδότηση. Η δημόσια χρηματοδότηση σε επίπεδο ΕΕ είναι εξαιρετικά περιορισμένη και η πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση για τις μικρότερες επιχειρήσεις στον αμυντικό τομέα είναι πιο περιορισμένη από ό,τι αλλού. Επί του παρόντος, σκέψεις για κοινό “κουμπαρά”, παραμένουν σκέψεις.

Σε πραγματικούς όρους, οι αμυντικές δαπάνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 6% σε σύγκριση με το 2021, δείχνοντας τις προσπάθειες των κρατών- μελών να διατηρήσουν την τάση αύξησης των συνολικών αμυντικών δαπανών σε ολόκληρη την Ένωση.

Σε σύγκριση με το ιστορικό χαμηλό του 2014, οι αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 69 δισ. ευρώ, ή κατά 40% σε πραγματικούς όρους. Ακόμα κι έτσι, τα κράτη μέλη θα πρέπει ακόμη να δαπανήσουν 76 δισ. ευρώ περισσότερα για να επιτύχουν την κατευθυντήρια γραμμή της δαπάνης 2% του ΑΕΠ για την άμυνα. 

ΣΧΕΤΙΚΑ