Πιο ελαστικοί οι όροι για τις δόσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης - Έχει καλυφθεί το 23% όλων των ορόσημων του ελληνικού Σχεδίου
«Σπασμένες» πληρωμές σε περίπτωση καθυστερήσεων - Έχει καλυφθεί το 23% όλων των ορόσημων του ελληνικού Σχεδίου.
Όντας, πλέον, στα μισά της διαδρομής ως την ολοκλήρωση των χρηματοδοτήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, μια σημαντική πληροφορία έρχεται για να αποσυμπιέσει τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα ορόσημων και στόχων, όχι μόνο στην Ελλάδα, που παραμένει εντός τροχιάς, αλλά σε όλες τις χώρες και ειδικά σε αυτές που δείχνουν να έχουν μείνει πίσω.
Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι «μερική εκταμίευση» κι αυτό σημαίνει ότι αν υπάρξουν καθυστερήσεις σε κάποιο ή κάποια ορόσημα, η δόση δεν χάνεται αλλά μπορεί να «σπάσει» μετά από μια περίοδο χάριτος. Η πληροφορία αυτή έρχεται σε μια συγκυρία, όπου αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για το κατά πόσο μπορούν οι χώρες να έχουν ολοκληρώσει αυτά τα φιλόδοξα προγράμματα έργων και μεταρρυθμίσεων, ως τον Αύγουστο του 2026.
Το προφανές είναι ότι στις Βρυξέλλες δεν θέλουν να χαθούν πολύτιμοι πόροι εξαιτίας κάποιων αστοχιών ή καθυστερήσεων σε στόχους που έχουν θέσει τα κράτη- μέλη, σε μια συγκυρία όπου οι οικονομίες στην Ευρώπη «διψάνε» για επιχορηγήσεις και φτηνά δάνεια, προκειμένου να «ξεκολλήσουν» από τις υφεσιακές επιπτώσεις των εκρηκτικών επιτοκίων και του σοκ της ενεργειακής κρίσης.
Από την άλλη πλευρά, παρά τις σχετικές ζυμώσεις, φαντάζει μάλλον αδύνατον να παραταθεί το πρόγραμμα του RRF πέραν του Αυγούστου του 2026. Για όσους δεν θυμούνται, για να πέσουν οι υπογραφές γι’ αυτόν τον κοινό «κουμπαρά» επιχορηγήσεων και δανείων (αρχικά 503 δισ ευρώ και 648 δισ ευρώ μετά την αναθεώρηση), έγιναν σκληρά παζάρια με τους «τσιγγούνηδες» του Βορρά, δηλαδή κατά βάση τους Ολλανδούς, τους Αυστριακούς, τους Σουηδούς. Για να παραταθεί, λοιπόν, το RRF θα χρειαστεί ομόφωνη απόφαση, κάτι που ανάγεται στη σφαίρα της φαντασίας, αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι Ολλανδοί και Σουηδοί δεν έχουν πάρει ούτε μισό ευρώ από το Ταμείο, γιατί πολύ απλά δεν τους ενδιαφέρει.
Εξαιρετικά δύσκολο είναι, επίσης, το να γίνει νέα Αναθεώρηση των εθνικών Σχεδίων, όπως αυτή που «έτρεξε» το περασμένο καλοκαίρι. Επί της ουσίας, κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μόνο ad hoc, δηλαδή μόνο σε περιπτώσεις όπου η εκπλήρωση κάποιου ή κάποιων στόχων είναι αδύνατη γι’ αντικειμενικούς λόγους π.χ. μια φυσική καταστροφή.
Το ελληνικό πρόγραμμα
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία, για την υποβολή του αιτήματος εκταμίευσης της 4ης δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τα κλιμάκια των Ευρωπαίων τεχνοκρατών, που «χτένισαν» τα εμπλεκόμενα υπουργεία, σχημάτισαν τη γενική εικόνα ότι τα πράγματα εν γένει προχωράνε κι ότι επί του παρόντος δεν εντοπίζονται εστίες ανησυχίας ή καθυστερήσεων.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι απαιτήσεις δεν αυξάνονται από εδώ και πέρα. Για παράδειγμα, η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, μια παλιά και «αμαρτωλή» ιστορία, χαρακτηρίζεται ως εκ των ων ουκ άνευ, καθώς συνδέεται με τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Ψηλά στην ατζέντα είναι ακόμα ο εκσυγχρονισμός του Δημοσίου και ειδικά του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το σύστημα των Κρατικών Προμηθειών, τα κίνητρα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις για την ψηφιακή και «πράσινη» μετάβαση τους, η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης, η επέκταση του δικτύου των οπτικών ινών, η κατάρτιση τουλάχιστον 500.000 εργαζομένων/ανέργων στις νέες τεχνολογίες, η ενεργειακή ασφάλεια και αυτάρκεια με μεγαλύτερη παραγωγή από ΑΠΕ και σε επίπεδο ιδιωτικής κατανάλωσης, η ενεργειακή αναβάθμιση τουλάχιστον 116 χιλιάδων κατοικιών, τα μέτρα απέναντι στην κλιματική αλλαγή που σχετίζονται με αναδασώσεις και πρόληψη πυρκαγιών.
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη προβλεπόμενη χρηματοδότηση ως ποσοστό του ΑΕΠ (σχεδόν 18%) και 5η μεγαλύτερη σε απόλυτους αριθμούς (35,95 δισ ευρώ). Μέχρι τώρα, η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει το 23% όλων των ορόσημων του Σχεδίου Ανάκαμψης και τα 14,9 δισ ευρώ που έχει πάρει (το 41% του συνόλου), φαίνεται να πιάνουν τόπο. Μέχρι το τέλος του 2023 είχαν υπογραφεί δάνεια 4,4 δισ ευρώ, εκ των οποίων τα 720 εκ ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το όφελος για το ΑΕΠ υπολογίζεται σε 0,6- 0,7 μονάδες ετησίως ως το 2026 και σωρευτικά μπορεί να φτάσει ως 4,4 μονάδες.