Η «μάχη» για την αύξηση της αγοραστικής δύναμης -Το βάρος του νέου κατώτατου μισθού και οι απώλειες από τον πληθωρισμό

Το Μοναστηράκι στο κέντρο της Αθήνας/Φωτογραφία: Shutterstock

Οι μεταβολές στα υψηλότερα κλιμάκια είτε είναι πολύ μικρές είτε προκύπτουν στατιστικά ασήμαντες.

Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι αναμφίβολα σημαντική για περίπου 600 χιλιάδες εργαζόμενους, που αμείβονται αντίστοιχα, όπως επίσης για όσους θα συμπληρώσουν τριετίες προϋπηρεσίας εντός του έτους.  

Ωστόσο, η συζήτηση για το αν η αύξηση θα είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από το 5%, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η κορυφή του παγόβουνου, με δεδομένο ότι δεν καλύπτει όλες τις παραμέτρους που διαμορφώνουν την αγοραστική δύναμη.

Τα τελευταία στοιχεία από την ΕΡΓΑΝΗ έδειξαν ότι το 2023 ο μέσος όρος των μηνιαίων μικτών αποδοχών ήταν περίπου 1.190 ευρώ, κάτι που σημαίνει πρακτικά ότι απαιτείται ένα «άλμα» άνω των 300 ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος των 1.500 ευρώ ως το τέλος της κυβερνητικής θητείας. Πάντα, όμως, μιλάμε για ονομαστικούς μισθούς.

Άκρως ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού, από την οποία προκύπτει ότι φέτος το εισόδημα που έχουν τελικά διαθέσιμο τα άτομα για κατανάλωση ή αποταμίευση, δηλαδή μετά από την αφαίρεση των άμεσων φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών και μετά από την προσθήκη όποιων πιθανών κοινωνικών μεταβιβάσεων (συντάξεις και επιδόματα), αυξάνεται κατά 176 ευρώ σε σχέση με το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του 2023, που ήταν 20.454 ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση 1,41%.  

Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση ανά δεκατημόριο, δηλαδή ανά εισοδηματικό κλιμάκιο. Στα χαμηλότερα κλιμάκια, καταγράφεται η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και συγκεκριμένα κατά 2,68%, ενώ στην κορυφή της κλίμακας η αύξηση είναι 0,65%. Η εικόνα διαφοροποιείται αν δει κανείς τη θετική επίπτωση σε απόλυτους αριθμούς, καθώς στο χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος είναι 103 ευρώ, ενώ στα «ρετιρέ» η αύξηση είναι της τάξης των 198 ευρώ. Τα μεγαλύτερα οφέλη καταγράφονται από τη μέση και πάνω της κλίμακας, που στα εισοδήματα των 25.212 ευρώ η αύξηση είναι της τάξης των 251 ευρώ.  

Η ανάλυση του Γιάννη Καρούζου 

Αρκούν αυτές οι εισοδηματικές «ενέσεις» για να καλυφθούν οι απώλειες που προκάλεσαν οι πληθωριστικές πιέσεις; Πόσο έδαφος θα πρέπει να καλύψουμε για να γεφυρώσουμε τη διαφορά από τις μέσες αποδοχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποιους ρυθμούς μισθολογικών αυξήσεων αντέχουν οι επιχειρήσεις και η οικονομία;

Στις ερωτήσεις αυτές απαντά ο γνωστός εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, «πατώντας» πάνω στα δεδομένα που χρησιμοποίησαν οι επιστημονικοί φορείς, οι οποίοι συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις για τον κατώτατο μισθό...

«Αν στο φάσμα του κατώτατου εμπίπτουν περί τους 700.000 μισθωτούς, με πλήρη ή μερική απασχόληση, υπάρχουν άλλοι 1,5 εκατ. μισθωτοί οι οποίοι αμείβονται με μισθούς υψηλότερους από τον κατώτατο. Τι συμβαίνει με αυτούς τους φορολογούμενους και καταναλωτές; Πόσο επηρεάζονται από τις αυξήσεις του κατώτατου και πού βρίσκεται η αγοραστική τους δύναμη; 

Προσεγγίζοντας αυτά τα ερωτήματα θα γίνει φανερό αν υπάρχει άμεση ανάγκη υιοθέτησης εργαλείων που θα οδηγήσουν σε αύξηση του μέσου μισθού και των απολαβών πάνω από το επίπεδο του κατώτατου. 

Οι μελέτες από τα επιστημονικά ινστιτούτα που κατατέθηκαν στο υπουργείο Εργασίας στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού φωτίζουν σημαντικά την πορεία του μέσου μισθού τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ, για παράδειγμα, ο πραγματικός μέσος μισθός (μετά τον πληθωρισμό) κατέγραψε συστηματική υποχώρηση την περίοδο 2010-2022, σωρευτικά κατά 30%, με αποτέλεσμα το 2022 να παραμένει σε πραγματικούς όρους 18% χαμηλότερος από το 2000. Η μείωση ήταν αισθητή και το 2022 (λόγω υψηλού πληθωρισμού) έναντι του 2021, με αποτέλεσμα ο πραγματικός μέσος μισθός (μετά τον πληθωρισμό) να προσεγγίζει πλέον τα 15.000 ευρώ ενώ ήταν πάνω από 20.000 ευρώ πριν το 2011. 

Ο συνδυασμός των στοιχείων από τις έρευνες ΤτΕ, ΚΕΠΕ και ΙΟΒΕ αποδεικνύει πως οι αυξήσεις στα μεσαία και υψηλά κλιμάκια ήταν μικρές ή μηδαμινές και σε συνδυασμό με το ξέφρενο ράλι του πληθωρισμού έχουν οδηγήσει τον πραγματικό μέσο μισθό σε αρνητικό (το 2022) ή οριακά θετικό (το 2023) έδαφος. 

Η επεξεργασία του ΚΕΠΕ σε στοιχεία της Eurostat δείχνει πως για το σύνολο της οικονομίας οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν το πρώτο 9μηνο του 2023 μόλις κατά 1,6%, ενώ διακλαδικά η μεταβολή τους κυμαίνεται από -2,8% στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας έως και 4,8% στο εμπόριο, μεταφορές και τουρισμό. Κι αυτό ενώ σε τρέχουσες τιμές (δηλαδή πριν τον πληθωρισμό) αυξήθηκαν 5,2% κατά μέσο όρο και κινήθηκαν από +8,4% στον τουρισμό έως -0,3% στην διαχείριση ακίνητης περιουσίας.

Αν όμως το πρώτο 9μηνο του 2023 οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν 1,6%, το πρώτο 9μηνο του 2022 είχαν μειωθεί 6,5% και ολόκληρο το 2022 η μείωση ήταν της τάξης του 5,4%. Συνεπώς ο μισθός έχασε πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 και κέρδισε μόλις 1,6 το 2023. Η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί είναι μεγάλη… 

Αρκεί να αναφερθεί πως –σύμφωνα με την μελέτη του ΚΕΠΕ– οι όποιες μεταβολές στους μηνιαίους μισθούς σε σταθερούς όρους (μετά τον πληθωρισμό), είτε αφορούν την περίοδο 2021-2023 είτε 2022-2023, περιορίζονται σε μέσο μισθό 890€.

Αν δούμε ειδικά τους μισθωτούς με πλήρη απασχόληση, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι μεταβολές μεταξύ́ 2021-2023 περιορίζονται σε μισθούς λίγο πιο πάνω από τα 800€. Αντίστοιχα, οι μεταβολές μεταξύ 2022-2023 φτάνουν μέχρι τα 925€. 

Συνεπώς οι μεταβολές του κατώτατου μισθού από έτος σε έτος επηρεάζουν άμεσα όσους αμείβονται με αυτόν, όσους βρίσκονται στο διάστημα μεταξύ παλιού και νέου κατώτατου καθώς και λίγο πιο πάνω, αλλά περιορίζονται μέχρι το μέσο της μισθολογικής κατανομής.

Οι μεταβολές στα υψηλότερα κλιμάκια είτε είναι πολύ μικρές είτε προκύπτουν στατιστικά ασήμαντες. 

Ακόμη όμως και σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή χωρίς να εξετάζεται η παράμετρος της αγοραστικής δύναμης, είναι εμφανές πως ο μέσος μισθός δεν έχει ακολουθήσει με την ίδια ταχύτητα την τροχιά του πληθωρισμού. 

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η διαχρονική εξέλιξη του μέσου μισθού διαφέρει ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης. Κι αυτό γιατί στις μικρές επιχειρήσεις (με λιγότερους από 10 υπαλλήλους) υπάρχουν περισσότεροι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι και αρκετοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Ενδεικτικό είναι πως ο μέσος μισθός για τις μεγάλες επιχειρήσεις αυξήθηκε λιγότερο από́ ότι ο κατώτατος. 

Δηλαδή ο μέσος μισθός για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης στις μεγάλες επιχειρήσεις από τον Οκτώβριο του 2022 στον Οκτώβριο του 2023 αυξήθηκε – σύμφωνα με την έκθεση του ΚΕΠΕ- κατά σχεδόν 5,4%, όταν ο κατώτατος αυξήθηκε κατά 9,4%. Αντίστοιχα στις μικρές επιχειρήσεις με λιγότερο από δέκα εργαζόμενους την ίδια περίοδο η αύξηση του μέσου μισθού άγγιξε το 8,5%, πάλι κάτω από το 9,4% του κατώτατου αλλά αισθητά πάνω από το 5,4% των μεγάλων επιχειρήσεων.

Είναι λοιπόν εμφανές πως η αύξηση του μέσου μισθού προκύπτει κατά μείζονα λόγο από την αναπροσαρμογή των μισθών γύρω από τον κατώτατο, ενώ τα υψηλότερα κλιμάκια μένουν μάλλον… ανέπαφα από τις αυξήσεις. 

Ειδικότερα, στις επιχειρήσεις με προσωπικό έως 10 άτομα οι μέσοι μισθοί από 731€ το 2022 αυξήθηκαν σε 793€ το 2023, ενώ σε επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των δέκα ατόμων ο μέσος μηνιαίος μισθός το 2023 διαμορφώνεται σε 1.266€ έναντι 1.201€ το 2022. Και στις δυο περιπτώσεις η αύξηση είναι της τάξης των 60 ευρώ…

«Προκύπτει, λοιπόν, ότι οι μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες διαχρονικά κατά μέσο όρο εμφανίζουν χαμηλότερους μισθούς, αύξησαν ποσοστιαία περισσότερο τις αμοιβές τους και πολύ κοντά στην ποσοστιαία αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες συστηματικά καταβάλλουν μέσες αμοιβές αρκετά υψηλότερες από τον κατώτατο μισθό, περιορίστηκαν σε μια μέση ποσοστιαία αύξηση αισθητά χαμηλότερη από την αντίστοιχη του κατώτατου μισθού», αναφέρει το ΚΕΠΕ. 

Καταγράφεται, δηλαδή, μια μάλλον γενικευμένη «απροθυμία» για ικανοποιητικές αυξήσεις μισθών, η οποία κάμπτεται περισσότερο στις μικρές επιχειρήσεις από τις αναγκαστικές αυξήσεις λόγω κατώτατου.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ο μέσος μισθός για το σύνολο των πλήρως απασχολούμενων κατέγραψε αύξηση κατά 4,9% το 2023 σε τρέχουσες τιμές (πριν τον πληθωρισμό), αγγίζοντας τα €1.439. Ταυτόχρονα, ο λόγος κατώτατου προς μέσο μισθό για το σύνολο των πλήρως απασχολούμενων, στο σύνολο των επιχειρήσεων, σημείωσε αύξηση το 2023, στο 57% συνυπολογίζοντας τις τριετίες. 

Η αύξηση του λόγου κατώτατου προς μέσο μισθό δείχνει πως ο κατώτατος αυξάνει ταχύτερα από τον μέσο μισθό και άρα αποδεικνύει «τον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό συμπίεσης των μισθών στη χώρα όταν περιληφθεί το σύνολο των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους», παρατηρεί το Ινστιτούτο του ΣΕΒ.

Η κατάσταση είναι αρκετά χειρότερη στις μικρές επιχειρήσεις έως 10 ατόμων, όπου ο μέσος μισθός ήταν €1,038 το 2023 και ο λόγος κατώτατου προς μέσο μισθό άγγιξε το 79%, κάτι που δείχνει τον σημαντικά βαθμό συμπίεσης των μισθών στις μικρές επιχειρήσεις… 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» του υπουργείου Εργασίας, ο μέσος μισθός κατέγραψε το 2023 αξιόλογη αύξηση καθώς διαμορφώθηκε σε 1.251€ από 1.176€ το 2022, αυξημένος κατά 6,34%. Αυτά σε ονομαστικούς όρους, χωρίς δηλαδή να συνυπολογίζει κανείς τις απώλειες από το ράλι του πληθωρισμού. 

Και πάλι όμως αν λάβουμε υπόψη την διαχρονική πορεία του μέσου μισθού σε τρέχουσες τιμές φαίνεται πως απλώς επιστρέφουμε στο μακρινό 2009…. 

Το ΚΕΠΕ στην δική του έκθεση καταγράφει γλαφυρά την πορεία του μέσου μισθού στο σύνολο της οικονομίας, με βάση τα μηνιαία δελτία απασχόλησης του ΕΦΚΑ και χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την πορεία του πληθωρισμού: 

  • 2009: 1.281€ 
  • 2018: 932€ 
  • 2019:968,5€ 
  • 2021: 982€ 
  • 2022: 1.040€ 

Αξιόλογο ενδιαφέρον, για την πορεία των μισθών, έχουν και τα στοιχεία που παραθέτει στην μελέτη της η ΤτΕ. Αναφερόμενοι στο 9μηνο του 2023, οι τεχνοκράτες της ΤτΕ μιλούν για αύξηση αμοιβών εξαρτημένης εργασίας 5,5% και αριθμού μισθωτών κατά 0,6%, με αποτέλεσμα οι αμοιβές ανά απασχολούμενο να αυξηθούν μόλις κατά 4,8%. 

"Συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των αμοιβών ανά απασχολούμενο στους περισσότερους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, αν και οι δύο μεγαλύτεροι κλάδοι (εμπόριο, μεταφορές, τουρισμός και δημόσια διοίκηση, εκπαίδευση, υγεία) σημείωσαν σημαντική επιτάχυνση", αναφέρει η έκθεση της ΤτΕ.

Τα στοιχεία της μελέτης (ΤτΕ) δείχνουν πως η Ελλάδα είχε από τις μικρότερες αυξήσεις αποδοχών ανά εργαζόμενο στην Ευρώπη την τελευταία διετία (2022 – 2023), ενώ εκτιμάται πως ο ίδιος ρυθμός θα διατηρηθεί έως και το 2025.  

Άλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, που περιλαμβάνουν το σύνολο των μισθωτών ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 5,9% την περίοδο 2018 - 2023 και υπολείπεται της αύξησης του ΕνΔΤΚ.

Από τον συνδυασμό των στοιχείων που παρατέθηκαν είναι εμφανές πως οι αυξήσεις στον μέσο μισθό υπολείπονται τα τελευταία χρόνια σημαντικά από το επίπεδο των αυξήσεων που θα συντηρούσαν  την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Και συνεπώς καταδεικνύουν την άμεση ανάγκη για μέτρα που θα στοχεύουν στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των μεσαίων στρωμάτων της εξαρτημένης εργασίας».

ΣΧΕΤΙΚΑ