DBRS: Αισιόδοξη για την Ελλάδα με «αλλά» - Πλεόνασμα 1,1% το 2023 και 2,1% το 2024
Η DBRS θεωρεί ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να δείχνει ανθεκτικότητα, σύμφωνα με την έκθεση της DBRS, ενώ επισημαίνει ότι η χώρα μας δεν έχει καταφέρει να λάβει ακόμα υψηλότερη βαθμολογία λόγω ορισμένων προκλήσεων που «κληρονομήθηκαν» από την παρατεταμένη κρίση χρέους.
«Η βαθμολογία της Ελλάδος με ΒΒΒ (χαμηλό) και οι σταθερές προοπτικές που δίνει ο οίκος υποστηρίζονται από την ιδιότητα μέλους της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ και από την εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη της χώρας χωρίς αποκλεισμούς και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην ζώνη του Ευρώ», αναφέρει η DBRS.
Η DBRS θεωρεί ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα θα στηρίζουν την αύξηση των επενδύσεων με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος.
Οι αξιολογήσεις περιορίζονται από την οικονομική «κληρονομιά» της Ελλάδας από την παρατεταμένη κρίση, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δομόσιου χρέους, το υψηλό ποσοστό ανεργίας και το ακόμα σε σημαντικό επίπεδο, ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης δημοσίου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση. Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Αναμένεται πλεόνασμα 1,1% το 2023 και 2,1% το 2024.
Από την κορύφωσή του το 2020, ο δείκτης δημοσίου χρέους έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες, εκ των οποίων οι 23 το 2022, επωφελούμενος από την δημοσιονομική εξυγίανση και την ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Η σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για την εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, καθώς αναπτύχθηκε κατά 5,9%, ενώ η βελτίωση στην αγορά εργασίας ήταν διαρκής, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση αλλά και από τις επενδύσεις και την ανάπτυξη του τουριστικού τομέα. Όσο το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) συνεχίζει να εφαρμόζεται, οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντική πηγή της ανάπτυξης, αν και υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι.
Η βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας αντανακλά επίσης την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά όργανα του συστήματος του ευρώ, που προέρχεται από την προηγούμενη δημοσιονομική εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις. Ως αποτέλεσμα η Ελλάδα εξακολουθεί αν επωφελείται από την ισχυρή στήριξη και χρηματοδοτικά οφέλη σε περιόδους κρίσεων, ιδίως με τα νέα εργαλεία και μέσα της ΕΕ που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.
Συνολική σταθερότητα και ανθεκτικότητα των αξιολογήσεων παρά τις δύσκολες μακροοικονομικές προοπτικές
Η DBRS αναφέρει ότι «παρόλο που αναμένουμε ότι η ανάπτυξη είτε θα παραμείνει αδύναμη είτε θα εξασθενήσει περαιτέρω το 2024, έχουμε Σταθερές τάσεις σχεδόν σε όλο το φάσμα των κρατικών αξιολογήσεων που καλύπτουμε».
Στην Ευρώπη, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε το 2023 εν μέσω υψηλότερων τιμών ενέργειας, αυξημένου κόστους δανεισμού και μεγάλων προκλήσεων, ιδίως στη Γερμανία. Για το 2024, η ανάπτυξη στην Ευρώπη αναμένεται να βελτιωθεί, αλλά οι προβλέψεις δείχνουν ότι θα παραμείνει υποτονική.
Εκτός Ευρώπης, η ανάπτυξη ήταν ισχυρότερη το 2023 λόγω των ευνοϊκότερων συνθηκών στην αγορά ενέργειας, της υψηλότερης αύξησης του πραγματικού εισοδήματος, των ισχυρών μεταναστευτικών ροών και των ανθεκτικών ισολογισμών των νοικοκυριών. Όσον αφορά το 2024, ωστόσο, η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί. Οι προοπτικές για μια ήπια προσγείωση έχουν σαφώς βελτιωθεί, αλλά η πολιτική αβεβαιότητα και άλλα πιθανά τρωτά σημεία ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους.