«Σύννεφα» πάνω από την Ευρώπη - Τι συμφώνησαν οι υπουργοί Οικονομικών στο ECOFIN

Πλατεία στη Ρώμη /φωτογραφία shutterstock

Το ότι ο πρόεδρος του Eurogroup επιχείρησε να εμφανιστεί αισιόδοξος, «βλέποντας» μισογεμάτο το ποτήρι των προοπτικών στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν σημαίνει ότι η κατάσταση είναι ρόδινη. Κάθε άλλο.

Όπως προκύπτει από τα κείμενα που συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν στη χθεσινή συνεδρίαση του ECOFIN, υπάρχει έντονος προβληματισμός για τις αβεβαιότητες που σκιάζουν την Ευρώπη. Και δεν είναι λίγες. Πριν καταφέρει η Γηραιά Ήπειρος να συνέλθει από το σοκ της πανδημίας, βρέθηκε αιφνιδιασμένη από μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση και μπλεγμένη στον πόλεμο Ρωσίας- Ουκρανίας, ο οποίος ουδείς μπορεί να προβλέψει, πλέον, πώς θα εξελιχθεί, ειδικά αν ο Ν. Τραμπ επιστρέψει στο Λευκό Οίκο.

Σαν να μην έφτανε αυτό, η νέα «έκρηξη» στη Μ. Ανατολή και η επικίνδυνη κλιμάκωση στην «ευαίσθητη» περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, απειλούν να ανατρέψουν για μια ακόμα φορά τις εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό, που δείχνει ακόμα τα «δόντια» του. Στο κείμενο συμπερασμάτων του ECOFIN υπάρχει ειδική αναφορά στο φλέγον θέμα των πληθωριστικών πιέσεων, με πολλαπλούς αποδέκτες.

«Μετά την κορύφωση που σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2022, ο γενικός πληθωρισμός στη ζώνη του Ευρώ έχει υποχωρήσει, κυρίως λόγω της μείωσης των τιμών της ενέργειας, αλλά και λόγω μιας σταδιακής ευρείας βάσης συγκράτησης στις άλλες συνιστώσες. Ωστόσο, ο πληθωρισμός των τροφίμων και των υπηρεσιών παραμένει υψηλός, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους και οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν σημαντικές σε μια σειρά από κράτη- μέλη. Ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί στο 3,2% το 2024, παραμένοντας έτσι πάνω από το στόχο της ΕΚΤ για το 2%, ενώ θα υποχωρήσει στο 2,2% το 2025», αναφέρει χαρακτηριστικά το ECOFIN, ανοίγοντας έτσι δύο θέματα, χωρίς όμως να δίνει απαντήσεις.

Κατ' αρχάς, με φόντο το νέο «κοκκίνισμα» στις αγορές, μπαίνει ένας μεγάλος αστερίσκος για το αν και πότε θα ξεκινήσουν οι μειώσεις επιτοκίων, μετά το επιθετικό κρεσέντο της ΕΚΤ. Ειδικά μετά τις δημόσιες δηλώσεις Κεντρικών Τραπεζιτών, εάν επιβεβαιωθούν τα «μαύρα» σενάρια για αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων είτε λόγω ενέργειας είτε λόγω αναταράξεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, η πρώτη μείωση επιτοκίων τίθεται εν αμφιβόλω, τουλάχιστον στο α’ εξάμηνο του έτους. Προφανής είναι ο αρνητικός αντίκτυπος και στα επιτόκια των κρατικών ομολόγων και στο κόστος χρήματος για επιχειρήσεις- νοικοκυριά και στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης.

Κακά είναι τα μαντάτα και για τα νοικοκυριά, ειδικά για τα πιο ευάλωτα. Και δεν είναι μόνο η διαπίστωση του ECOFIN ότι οι αυξήσεις στα τρόφιμα παραμένουν υψηλές, είναι πολύ περισσότερο ότι δεν συζητείται καν ένα νέο δίχτυ ασφαλείας. Αντιθέτως, οι υπουργοί Οικονομικών συμφώνησαν σε μια «σφικτή» δημοσιονομική πολιτική, χωρίς έκτακτα μέτρα στήριξης.

«Ενώ οι πολιτικές πρέπει να παραμείνουν ευέλικτες ενόψει της επικρατούσας αβεβαιότητας, μια συνολικά περιοριστική κατεύθυνση δημοσιονομικής πολιτικής το 2024 είναι κατάλληλη για την ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών βιωσιμότητας και προκειμένου να αποφευχθεί η τροφοδότηση πληθωριστικών πιέσεων», σημειώνει το ECOFIN, χαιρετίζοντας, μάλιστα το ότι τα περισσότερα κράτη- μέλη σχεδιάζουν να τερματίσουν τα μέτρα στήριξης της ενέργειας.

Κατά τους υπουργούς Οικονομικών, η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι μία και μοναδική: τα εναπομένοντα έκτακτα μέτρα στήριξης της ενέργειας θα πρέπει να καταργηθούν σταδιακά το συντομότερο δυνατόν το 2024 και η σχετική εξοικονόμηση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων. Στόχος; Η δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων για ενδεχόμενες μελλοντικές προκλήσεις

Η δημοσιονομική στενότης δεν είναι, όμως, το μόνο που σκιάζει τα νοικοκυριά. Από το κείμενο συμπερασμάτων προκύπτει σαφώς η «οδηγία» προς τα κράτη- μέλη να αποτρέψουν ένα πληθωριστικό σπιράλ, υποβοηθούμενο από μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις.

Έτσι, αν και στο ECOFIN και στην Κομισιόν αναγνωρίζουν ότι τα πραγματικά εισοδήματα κινδυνεύουν να συμπιεστούν κι άλλο, αφού και ο πληθωρισμός των τροφίμων θα επιμείνει και οι τιμές στην ενέργεια δεν θα επανέλθουν στα πρότερα επίπεδα, η «οδηγία» είναι η σαφής:

«Υψηλότεροι μισθοί, αν δεν συνοδεύονται από αύξηση της παραγωγικότητας, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα και οι διαρκείς αποκλίσεις στη ζώνη του Ευρώ μπορεί, μεταξύ άλλων, να οδηγήσουν σε μακροοικονομικές ανισορροπίες. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις εθνικές πρακτικές και με σεβασμό του ρόλου των κοινωνικών εταίρων, οι μισθολογικές συμφωνίες, εκτός από τις κλαδικές και εθνικές δυναμικές, θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν κατάλληλα τις εξελίξεις στη ζώνη του Ευρώ».

ΣΧΕΤΙΚΑ