Με ποιον τρόπο θα έρθουν και νέες αναβαθμίσεις για την ελληνική οικονομία
Οι αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας εντός της επενδυτικής κατηγορίας έχουν έλθει μετά από μια μακρά πορεία συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και οικονομικής ανάκαμψης, τονίζει σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ταυτόχρονα, στην ίδια κατεύθυνση έχουν συμβάλει πολύ σημαντικά οι καλύτερες των αναμενόμενων μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα να κλείσει το «κενό προσαρμογής» μεταξύ της τελικής κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας και της ποσοτικής συνιστώσας της.
Η συνέχιση της άσκησης συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η ενίσχυση των ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλουν στη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Ενδεικτικά, μία μείωση του χρέους ίση με 30 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (δηλ. από 159% του ΑΕΠ που αναμένεται στο τέλος του 2023, με βάση την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του έτους 2024, σε 129% του ΑΕΠ) θα επέφερε βελτίωση στη βαθμολογία που λαμβάνουν τα δημόσια οικονομικά στο ποσοτικό σκέλος της διαδικασίας των πιστοληπτικών αξιολογήσεων κατά περίπου μία βαθμίδα.
Φυσικά, ο χρόνος κατά τον οποίο θα επιτευχθεί μια τέτοια μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ εξαρτάται τόσο από το γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον όσο και από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Επίσης, η μείωση της μεταβλητότητας του ΑΕΠ θα επιφέρει αναβάθμιση ίση περίπου με 1,5 βαθμίδα.
Ειδικά ως προς το σκέλος της ανθεκτικότητας, θεωρείται πολύ σημαντική η συμβολή των χρηματοδοτικών ροών μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Κατά συνέπεια, εφόσον μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και ενισχυθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας, η κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας θα διαμορφωθεί περί το ΒΒΒ+, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά των τελικών αξιολογήσεων από τις βαθμολογίες, δηλ. το «κενό προσαρμογής», θα διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα.
Όμως, αφενός η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής είναι χρονοβόρα, αφετέρου αυτές οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές βελτιώσεις δεν αυξάνουν την ποσοτική συνιστώσα τόσο ώστε η ελληνική οικονομία να κατακτήσει πιστοληπτική αξιολόγηση κοντά στη μέση αξιολόγηση των οικονομιών της ζώνης του ευρώ (Α+).
Συνεπώς, απαιτούνται επιπρόσθετες βελτιώσεις, όπως στις θεσμικές παραμέτρους των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, οι οποίες έχουν πολύ σημαντική συμβολή στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, λόγω διάχυσης της ωφέλειας στην οικονομική δραστηριότητα.
Συγκεκριμένα, από τις θεσμικές παραμέτρους η πλέον σημαντική είναι η κατάταξη της οικονομίας στους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι δείκτες αυτοί έχουν πολύ υψηλό συντελεστή στάθμισης στην ποσοτική συνιστώσα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, ο οποίος φθάνει έως το 20%. Ταυτόχρονα, σε αυτούς τους δείκτες υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης για την ελληνική οικονομία, βάσει των ιστορικών επιδόσεων.
Συγκεκριμένα, η μέση κατάταξη της ελληνικής οικονομίας στους δείκτες διακυβέρνησης έχει υποχωρήσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης από επίπεδα πολύ κοντά σε εκείνα του μέσου όρου των οικονομιών της ζώνης του ευρώ σε επίπεδα πλησίον των αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Ενδεχόμενη σύγκλιση της κατάταξης στους δείκτες διακυβέρνησης προς τη μέση κατάταξη των οικονομιών της ευρωζώνης θα προσέθετε επιπλέον 1,5 βαθμίδα στο ποσοτικό σκέλος των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας.
Μεγάλο περιθώριο για βελτίωση υπάρχει στους δείκτες «πολιτική σταθερότητα και απουσία βίας», «κράτος δικαίου» και «έλεγχος της διαφθοράς». Έτσι, ενδεχόμενες επιτυχείς παρεμβάσεις στους τομείς της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Διοίκησης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση πολιτικής σταθερότητας, τη συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, θα μπορούσαν να ωθήσουν την κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος σε επίπεδα άνω της κατηγορίας Α.
Προκειμένου να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας, αναγκαία συνθήκη είναι η πραγματοποίηση των αναμενόμενων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων, ιδίως ως προς τη μείωση του δημόσιου χρέους και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, η μέση κατάταξη της ελληνικής οικονομίας στους δείκτες διακυβέρνησης έχει υποχωρήσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης από επίπεδα πολύ κοντά σε εκείνα του μέσου όρου των οικονομιών της ζώνης του ευρώ σε επίπεδα πλησίον των αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Ενδεχόμενη σύγκλιση της κατάταξης στους δείκτες διακυβέρνησης προς τη μέση κατάταξη των οικονομιών της ευρωζώνης θα προσέθετε επιπλέον 1,5 βαθμίδα στο ποσοτικό σκέλος των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας.
Μεγάλο περιθώριο για βελτίωση υπάρχει στους δείκτες «πολιτική σταθερότητα και απουσία βίας», «κράτος δικαίου» και «έλεγχος της διαφθοράς». Έτσι, ενδεχόμενες επιτυχείς παρεμβάσεις στους τομείς της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Διοίκησης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση πολιτικής σταθερότητας, τη συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, θα μπορούσαν να ωθήσουν την κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος σε επίπεδα άνω της κατηγορίας Α.
Εντούτοις, εφόσον ο στόχος είναι να συγκλίνει η κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος προς τη μέση αντίστοιχη αξιολόγηση των οικονομιών της ευρωζώνης (δηλ. Α+), επιπρόσθετα προς τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελίξεις, θα πρέπει να συγκλίνουν οι δείκτες των θεσμικών παραμέτρων της ελληνικής οικονομίας προς το μέσο επίπεδο των αντίστοιχων δεικτών της ευρωζώνης. Για τον σκοπό αυτό, θα είναι πολύ σημαντική η εντατικοποίηση των προσπαθειών για την προώθηση σχετικών μεταρρυθμίσεων στους τομείς της δημόσιας πολιτικής, όπως η Δικαιοσύνη και η Δημόσια Διοίκηση.
Πηγή: iefimerida.gr