Η ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό δεν ισοδυναμεί με φοροδιαφυγή
Με περίπου 270.000 ευρώ πρόσθετο φόρο για αδήλωτα εισοδήματα απειλήθηκε φορολογούμενη, η οποία όπως προέκυψε από τον έλεγχο, διατηρούσε στην Ελβετία πέντε τραπεζικούς λογαριασμούς με το σύζυγο της, συνολικού ύψους 106.617 δολαρίων.
Υπήρχε, όμως, ένα... προβληματάκι. Οι λογαριασμοί αυτοί, οι οποίοι εντοπίστηκαν εκ των υστέρων, αφορούσαν στην περίοδο Νοέμβριος 2005- Φεβρουάριος 2007 και ξεπερνούσαν το όριο της 5ετούς παραγραφής. Το Δημόσιο έχασε στον β΄ βαθμό την υπόθεση, καθώς το Διοικητικό Εφετεία δικαίωσε τη φορολογούμενη, αλλά επανήλθε με αίτηση αναίρεσης στο ΣτΕ, υποστηρίζοντας ότι οι λογαριασμοί αυτοί ήταν συμπληρωματικά στοιχεία, άρα η παραγραφή παρατείνεται στη 10ετία.
Μια μικρή λεπτομέρεια: στο υπόμνημα του το Δημόσιο επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν εις γνώσιν των ελεγκτικών υπηρεσιών κι ότι περιήλθαν στην κατοχή τους με ένα «στικάκι» από τις Γαλλικές Αρχές. Για όσους δεν θυμούνται, πρόκειται για την περιβόητη λίστα Φαλτσιανί.
Η απόφαση του ΣτΕ (53/2023) ήταν καταπέλτης και συντάχθηκε πλήρως όχι μόνο με το Διοικητικό Εφετείο αλλά και με τη σχετική νομολογία: «"συμπληρωματικά στοιχεία" είναι εκείνα που αποδεικνύουν την ύπαρξη μη δηλωθέντος φορολογητέου εισοδήματος, και όχι εκείνα τα οποία δίδουν απλώς έναυσμα ή αφορμή για έναρξη φορολογικού ελέγχου ορισμένου προσώπου, ή τα οποία αποτελούν αντικείμενο αξιολογήσεως ή επεξεργασίας εκ μέρους της φορολογικής Διοίκησης, χωρίς όμως να τεκμηριώνουν (στο πλαίσιο της άμεσης ή έμμεσης απόδειξης) την ύπαρξη μη δηλωθείσης φορολογητέας ύλης, όπως είναι, εν προκειμένω, τα στοιχεία που περιήλθαν στις ημεδαπές Αρχές από την αλλοδαπή».
Με απλά λόγια, το ΣτΕ έστειλε εκ νέου το μήνυμα στις ελεγκτικές υπηρεσίες ότι η ύπαρξη και μόνο λογαριασμών στο εξωτερικό, δεν αρκεί για να «τραβήξει» η παραγραφή στα 10 έτη, κάτι που όφειλαν να γνωρίζουν οι αρμόδιες υπηρεσίες, από τη στιγμή που είχαν προηγηθεί οι αναλόγου περιεχομένου αποφάσεις 2934/2017, 2935/2017, 172/2018 και 173/2018.
Οι συχνές οδηγίες της ΑΑΔΕ για στροφή στις «φρέσκες» υποθέσεις, δηλαδή τις υποθέσεις της τελευταίας 5ετίας, μόνο τυχαίες δεν είναι, όπως επίσης οι εγκύκλιοι με τις οδηγίες για τα βήματα των ελέγχων, καθώς σε ουκ ολίγες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί ότι οι ελεγκτικές υπηρεσίες ενεργούν με διαφορετικό τρόπο σε ομοειδείς υποθέσεις. Πέρα από την προφανή ανασφάλεια δικαίου, το αποτέλεσμα αυτής της «κακοφωνίας»- που ομολογουμένως έχει περιοριστεί σε σχέση με λίγα χρόνια πριν- είναι σώρευση τέτοιων υποθέσεων και στις ΔΕΔ αλλά και στα διοικητικά δικαστήρια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι τις τελευταίες εβδομάδες οι εφορίες έχουν πάρει «φωτιά», λόγω των χρήσεων που παραγράφονται στις 31 Δεκεμβρίου. Συγκεκριμένα παραγράφονται:
Οι φορολογικές υποθέσεις της χρήσης 2017 (φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ), για τις οποίες είχαν υποβληθεί αρχικές εμπρόθεσμες δηλώσεις ή είχαν υποβληθεί αρχικές εκπρόθεσμες δηλώσεις το αργότερο μέχρι τις 31-12-2021.
Οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούσαν στη χρήση του 2014, αλλά οι επιτηδευματίες υπέβαλαν εκπρόθεσμα τις φορολογικές δηλώσεις. Για τις συγκεκριμένες υποθέσεις η βασική προθεσμία παραγραφής έφτανε στα οκτώ έτη.
Οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ της χρήσης του 2012,για τις οποίες προέκυψαν «συμπληρωματικά» στοιχεία, όπως για παράδειγμα εικονικά τιμολόγια και επομένως υπάρχουν ενδείξεις ότι αποκρύφτηκε εισόδημα και υπήρξε περίπτωση φοροδιαφυγής. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος της μη παραγραφής ήταν η δεκαετία.
Οι υποθέσεις ΦΠΑ της φορολογικής χρήσης του έτους 2012 για τις οποίες δεν υποβλήθηκε εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ. Για τις υποθέσεις αυτές ίσχυε δεκαετής περίοδος παραγραφής.
Οι υποθέσεις του έτους 2007. Στις περιπτώσεις που για κάποιο έτος δεν υποβλήθηκε δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή υποβλήθηκε εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος, η προθεσμία παραγραφής είναι 15ετής.