“Γκρίζες” προβλέψεις για την Ευρωπαϊκή οικονομία από τον Economist
Οι Εαρινές Προβλέψεις της Κομισιόν κατά γενική ομολογία δεν σκόρπισαν ενθουσιασμό. Αν και δεν επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις ακόμα και για ύφεση λόγω των αλλεπάλληλων κρίσεων και του σοκ της εκτίναξης των επιτοκίων, περιγράφουν μια “χλωμή” ευρωπαϊκή οικονομία, με προοπτική αδύναμης ανάκαμψης το 2024 κι αυτό όχι συνολικά αλλά λόγω της δυναμικής κάποιων χωρών, όπως η Ελλάδα.
Αυτήν την εικόνα δίνει και ο Economist στο “Europe Outlook 2024”, αν και ίσως με εντονότερο προβληματισμό, κυρίως για το πώς θα αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, σε μια χρονιά που έχει πολλές εθνικές εκλογές και βέβαια τις ευρωκάλπες.
Ποια είναι η γενική εικόνα; Σύμφωνα με τον Economist, η Ευρώπη θα διανύσει μια περίοδο “χλιαρής” ανάπτυξης. Η άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων, η αύξηση των πραγματικών μισθών και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ θα στηρίξουν μια μέτρια επέκταση της εγχώριας ζήτησης το 2024.
Η αυστηρή νομισματική πολιτική, με τα επιτόκια στη Ζώνη του Ευρώ να βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2024, και το υποτονικό εξωτερικό περιβάλλον, με την παγκόσμια ανάπτυξη και τη ζήτηση από τις ΗΠΑ και την Κίνα (οι κυριότερες ευρωπαϊκές εμπορικούς εταίρους) επιβραδύνεται σημαντικά, θα αποτρέψουν την ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, η οποία προβλέπει σε 1,1% το 2024, θα σημειώσει συνολικά μόνο μικρή άνοδο από το 2023.
Από αυτήν την εικόνα μετριότητας, θα ξεχωρίσουν, ωστόσο, κάποιες χώρες, επιτείνοντας την αίσθηση των αντιθέσεων. Σε αντίθεση, όμως, με αυτό που συνέβαινε μέχρι πριν από μερικά χρόνια, οι χώρες του Βορρά είναι αυτές που δείχνουν να αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας θα παραμείνει υπό πίεση από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος και τη βραδεία στροφή προς την ηλεκτροκίνηση. Συνολικά, η επέκταση στις περισσότερες άλλες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες θα παραμείνει στάσιμη ή θα επιβραδυνθεί την επόμενη χρονιά.
Αντιθέτως, οι ισχυρότερες επιδόσεις θα περιλαμβάνουν την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία στη δυτική Ευρώπη (βοηθούμενες από την αναζωογόνηση του τουρισμού μετά την πανδημία), τη Ρουμανία και την Κροατία στην ανατολική Ευρώπη.
Πληθωρισμός
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ευρώπη δεν θα απαλλαγεί εύκολα από το “αγκάθι” του πληθωρισμού. Η χαλάρωση από την πλευρά της προσφοράς εκτιμάται ότι θα επαναφέρει τον πληθωρισμό κάτω από το 3% κατά μέσο όρο στις περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες το 2024. Ωστόσο, οι πιέσεις στις τιμές λόγω ζήτησης, που συνδέονται με τις ακόμη “σφιχτές” αγορές εργασίας, θα “φρενάρουν” την υποχώρηση του πληθωρισμού κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι οι τιμές θα παραμείνουν υψηλότερες από ό,τι τα τελευταία χρόνια.
Επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος ο πληθωρισμός να επιταχυνθεί και πάλι το 2024, λόγω της σταθερής παγκόσμιας ζήτησης και της ανάκαμψης των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, λόγω της έλλειψης προσφοράς. Το πιο “μαύρο” σενάριο είναι μια κλιμάκωση του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς που θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων και του ενεργειακού πληθωρισμού, καθώς αυτό συν τοις άλλοις θα επιβράδυνε περαιτέρω την ανάπτυξη την επόμενη έτος.
Πέρα από τους οικονομικούς δείκτες, αυτό που αναδεικνύει ο Economist είναι το πολιτικό ρίσκο, σε μια χρονιά αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων στη Γηραιά Ήπειρο, όπου συν τοις άλλοις αίρονται τα μέτρα στήριξης, τα οποία αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Η μελέτη “βλέπει”, μάλιστα, ως τάση το 2024 την πολυδιάσπαση των κυβερνητικών σχημάτων.
Οι υψηλές τιμές της ενέργειας και το κόστος ζωής θα παραμείνουν ανησυχητικά, ακόμη και όταν τα πραγματικά εισοδήματα επιστρέψουν στην ανάπτυξη. Επιπλέον, η δυσαρέσκεια για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών θα συνεχιστεί και το 2024, με πολλές κυβερνήσεις αγωνίζονται να βελτιώσουν την υγειονομική περίθαλψη μετά την πανδημία.
Υπάρχουν επίσης πολλές διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της αυξανόμενης παράνομης μετανάστευσης και τον τρόπο επιτάχυνσης της “πράσινης” μετάβασης, με ορισμένες χώρες βλέπουν αξιοσημείωτες αντιδράσεις του κοινού κατά των “πράσινων” πολιτικών. Στο εσωτερικό, τα πολιτικά κόμματα επίσης διχάζονται όλο και περισσότερο - και όχι μόνο λόγω της έλλειψης σαφούς συναίνεσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η Ισραήλ-Χαμάς, η απομάκρυνση από την Κίνα και τα μακροπρόθεσμα σχέδια για την Ουκρανία.