Στο στόχαστρο η μεγάλη φοροδιαφυγή
Τα φώτα της δημοσιότητας στην παρουσίαση του νομοσχεδίου για τη φοροδιαφυγή, αναμφίβολα έπεσαν πάνω στο νέο σύστημα φορολόγησης των επαγγελματιών.
Ωστόσο οι πραγματικά μεγάλοι φοροφυγάδες πρέπει να ίδρωσαν όταν άκουσαν το Διοικητή της ΑΑΔΕ να προαναγγέλλει διεύρυνση του κύκλου των περιπτώσεων, όπου θα εφαρμόζονται οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου, δηλαδή έλεγχοι τύπου IRS, με τους οποίους υπολογίζεται το πραγματικό εισόδημα και πέφτουν “καμπάνες”.
Συγκεκριμένα, στις υπάρχουσες περιπτώσεις, που προβλέπει ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, με έμμεσες τεχνικές θα προσδιορίζεται εφεξής το εισόδημα:
όταν δηλώνεται ζημία σε τρία τουλάχιστον συνεχόμενα έτη και δεν προκύπτει ο τρόπος χρηματοδότησης της επιχείρησης, με τον οποίο καλύπτονται οι υποχρεώσεις της
όταν υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ αγορών, πωλήσεων και αποθεμάτων
όταν ο συντελεστής μικτού κέρδους που προκύπτει από τα δηλούμενα αποτελέσματα είναι διαφορετικός από αυτόν που προκύπτει βάσει των παραστατικών αγορών και πωλήσεων
όταν η επιχείρηση δεν προσκομίζει στοιχεία που ζητά η φορολογική διοίκηση, ύστερα από δύο προσκλήσεις.
Για τους... ανυποψίαστους, δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στο “βουνό” των αποφάσεων από τις Διευθύνσεις Επίλυσης Διαφορών με τις οποίες απορρίπτονται οι προσφυγές από επαγγελματίες κι επιχειρήσεις για το φόρο που τους βεβαίωσαν οι ελεγκτικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν πείστηκαν από τα δηλωμένα στοιχεία κι συνέκριναν τζίρους, δαπάνες, περιουσιακά στοιχεία, κόστη αγορών, τζίρους ομοειδών επιχειρήσεων, καταθέσεις, δάνεια κ.λ.π. προκειμένου να υπολογίσουν τα πραγματικά έσοδα.
Εισάγοντας το μοντέλο των ελέγχου αμερικανικού τύπου, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή προληπτικό προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης και με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις κατωτέρω τεχνικές ελέγχου:
- της αρχής των αναλογιών,
- της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου,
- της καθαρής θέσης του φορολογούμενου,
- της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και
- του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.
Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη του ελεγχόμενου προσώπου βάσει αναλογιών και ιδίως, του περιθωρίου μικτού κέρδους.
Κατόπιν επαλήθευσης του κόστους πωληθέντων/παρεχόμενων υπηρεσιών και ανάλυσης στοιχείων και πληροφοριών από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή και από τρίτες πηγές, προσδιορίζεται με αξιόπιστο τρόπο το πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους, το οποίο εφαρμοζόμενο στο κόστος πωληθέντων/παρεχόμενων υπηρεσιών, οδηγεί στον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα του ελεγχόμενου προσώπου.
Η τεχνική αυτή προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και τις δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου.
Στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά τότε αυτή θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και η οποία θα πρέπει να αιτιολογηθεί από τον φορολογούμενο για να μην φορολογηθεί.
Η τεχνική αυτή αναδημιουργεί το οικονομικό ιστορικό του ελεγχόμενου (ενεργητικό και παθητικό ανά έτος) και προσδιορίζει φορολογητέο εισόδημα.
Αν η διαφορά αυτή ενεργητικού=παθητικού δεν αιτιολογείται, τότε θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και υπόκειται σε φορολόγηση.
Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα αξιοποιώντας τη σχέση της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών.
Επί του συνολικού όγκου του κύκλου εργασιών, ο οποίος προσδιορίζεται είτε από τα λογιστικά αρχεία του ελεγχόμενου προσώπου είτε από τρίτες πηγές, εφαρμόζεται η τιμή πώλησης ανά μονάδα προϊόντος/υπηρεσίας προκειμένου να προσδιοριστούν τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο συνολικός όγκος του κύκλου εργασιών δύναται να προσδιορισθεί κατόπιν εύρεσης σχέσεων μεταξύ των εισροών (προϊόντων και υπηρεσιών) που απαιτούνται ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος/ παρεχόμενης υπηρεσίας του ελεγχόμενου προσώπου.
Προσδιορίζει το εισόδημα παρακολουθώντας την κίνηση των κεφαλαίων του φορολογούμενου. Με απλά λόγια, αναλύει τις συνολικές καταθέσεις και τα διαθέσιμα σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς καθώς και τις αγορές και τις δαπάνες με μετρητά, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο και προσδιορίζει τα έσοδα του φορολογουμένου αναλύοντας τις τραπεζικές καταθέσεις και τις δαπάνες με χρήση μετρητών σε διάφορες συναλλαγές.