Συνάντηση κορυφής με την Τουρκία επί αμερικανικού εδάφους
Πολλοί τη χαρακτηρίζουν “γίγαντα με γυάλινα πόδια” και η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία υποφέρει από δομικά προβλήματα, όπως ο “εκρηκτικός” πληθωρισμός- επισήμως 59%- το υποτιμημένο νόμισμα, η εξάρτηση από τις ροές ξένων κεφαλαίων για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Από την άλλη, η Τουρκία κατατάσσεται 19η, κατά μέγεθος, οικονομία διεθνώς και 33η στη διευκόλυνση ανάπτυξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ που αναπτύχθηκαν ταχύτατα κατά την 20ετία 2000-2021, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κατά κεφαλή εισοδήματος 6%, ενώ όπως επισημαίνει η ειδική Έκθεση του Γραφείου ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας, η χώρα παραμένει ελκυστικός προορισμός για ξένους επενδυτές λόγω των ευνοϊκών δημογραφικών στοιχείων, της βιομηχανικής βάσης, του μορφωμένου αλλά χαμηλού κόστους εργατικού δυναμικού, της εγγύτητας στις αγορές και της πρόσβασης στην Ε.Ε. μέσω της Τελωνειακής Ένωσης.
Αφήνοντας στην άκρη τα πιο δύσκολα θέματα της Ενέργειας, που άπτονται των σημείων τριβής για τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ, η Αθήνα επιχειρεί να “χτίσει” την αποκαλούμενη θετική ατζέντα και τα αποτελέσματα ως τώρα δεν είναι αποθαρρυντικά. Τουναντίον. Την περασμένη Άνοιξη, στη σκιά της περιόδου ψυχρότητας των διμερών σχέσεων, οι διμερείς επαφές στην Άγκυρα επιβεβαίωσαν την ενίσχυση της συνεργασίας στους τομείς της επιχειρηματικότητας, του τουρισμού, της ενέργειας, των μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, των ναυτιλιακών υποθέσεων, των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας και του περιβάλλοντος.
Πιάνοντας την άκρη του νήματος από εκεί που το άφησαν, ο επικεφαλής της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας, υφυπουργός Εξωτερικών Κ. Φραγκογιάννης, θα συναντηθεί στη Νέα Υόρκη με τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας και συνομιλητή του στα θέματα της Θετικής Ατζέντας Burak Akçapar, την ώρα που ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα συναντάται με τον Τούρκο Πρόεδρο.
Διμερές εμπόριο
Ο συνολικός όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών, το 2022, αυξήθηκε κατά 18,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2021/2020: 57,7%), ανερχόμενος σε 5,4 δισεκ. ευρώ περίπου. Μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε., όσον αφορά στις εξαγωγές, η Ελλάδα ήταν ο 11ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας υποχωρώντας κατά δύο θέσεις σε σύγκριση με το 2021 (9η θέση), ενώ στις εισαγωγές, η Ελλάδα ήταν αντίστοιχα στη 10η θέση (διατήρησε τη θέση έτους 2021).
Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων παραμένουν, πάντως, περιορισμένες, λόγω του υψηλού προστατευτισμού των τουρκιών αγροτικών προϊόντων, όπως αυτός εκφράζεται με δασμούς ως και 180% σε εισαγόμενα τρόφιμα, εν προκειμένω τη φέτα.
Στις κυριότερες εξαγωγές ελληνικών τροφίμων σημειώθηκαν ανακατατάξεις με σημαντικότερη τη μείωση των εξαγωγών δημητριακών κατά 91,4%. Πρώτη κατηγορία εξαχθέντων ήταν τα αναψυκτικά/αλκοολούχα/ξύδι και ακολούθησαν: καρποί και φρούτα, δημητριακά, λίπη/λάδια ζωικά ή φυτικά και διάφορα παρασκευάσματα διατροφής. Αμελητέες παραμένουν οι εξαγωγές ελαιολάδου και τυροκομικών, λόγω κυρίως της προστασίας της αξιόλογης εγχώριας παραγωγής και στο πλαίσιο αυτής, των ιδιαιτέρως υψηλών δασμών.
Αντιθέτως, τα εισαγόμενα από τις χώρες ΕΕ φάρμακα, δεν επιβαρύνονται δασμολογικά. Πρέπει όμως να συνοδεύονται από πιστοποιητικό συμμόρφωσης (conformity certificate) του Υπουργείου Υγείας της Τουρκίας. Από το 2010, για τα εισαγόμενα από την ΕΕ φαρμακευτικά προϊόντα, η Τουρκία δεν δέχεται τα πιστοποιητικά Ορθής Παραγωγικής Πρακτικής (GMP) τα οποία εκδίδονται από επίσημους φορείς χωρών της ΕΕ, όπως γινόταν έως τότε. Εάν το προϊόν δεν διαθέτει τέτοιο πιστοποιητικό δεν μπορεί να πάρει άδεια κυκλοφορίας. Εξαιτίας της πρακτικής αυτής, παρατηρούνται καθυστερήσεις στη διαδικασία εισαγωγής.
Οι ελληνικές εταιρείες που διατηρούν στην Τουρκία παραγωγικές μονάδες στους κλάδους δομικών υλικών και τροφίμων παρουσιάζουν μεικτή εικόνα, καθώς υποκατέστησαν εν μέρει την πτώση της εγχώριας ζήτησης με αύξηση των εξαγωγών τους, ενώ η πτώση της λίρας έφερε μείωση των λειτουργικών εξόδων τους. Ειδικότερα, οι αμιγώς εξαγωγικές εταιρείες ευνοήθηκαν από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας, καθώς οι τιμές των προϊόντων τους καθίστανται πιο ανταγωνιστικές. Αντίθετη είναι η εικόνα για τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Γραφείου ΟΕΥ, οι σημαντικότερες ελληνικές εταιρείες στην Τουρκία είναι οι ΤΙΤΑΝ, CHIPITA, ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΙ, ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΚΡΗΤΗΣ, PALAPLAST, ALUMIL, ISOMAT, EURODRIP, KLEEMANN, FOURLIS/INTERSPORT, KΑΡΕΛΙΑ, INTRALOT (μετέχει στην εταιρεία INTELTEK), INTELLI SOLUTIONS.