Big Business στην Ινδία
Το να μιλήσει κανείς για την 5η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, με ΑΕΠ άνω των 3,7 τρισ δολαρίων, είναι μάλλον περιττό. Αντιθέτως έχει μεγάλο ενδιαφέρον να σκιαγραφήσει τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας- Ινδίας, οι οποίες για έναν μάλλον ανεξήγητο λόγο βρίσκονται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο.
Την Παρασκευή, επισκέπτεται επισήμως την Ελλάδα ο Ινδός Πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι. Πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη Ινδού Πρωθυπουργού μετά από 40 ολόκληρα χρόνια και όπως λένε από την κυβέρνηση, η Ελλάδα δίνει μεγάλη σημασία στην επανέναρξη των επαφών σε υψηλό επίπεδο, με στόχο την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων, σε στρατηγικού χαρακτήρα. Αν αναλογιστεί κανείς ότι αντίστοιχα “ανοίγματα” έχουν γίνει προς την Κίνα και την Ιαπωνία, αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα έχει ξεκινήσει να “χτίζει”- έστω με καθυστέρηση ετών- γέφυρες εμπορικές και επενδυτικές με τους “τίγρεις” της Ανατολής.
Η τελευταία προσπάθεια καταγραφής και χαρτογράφησης της ελληνικής παρουσίας στην Ινδία άφησε μια μάλλον πικρή γεύση, αφού ακόμα και στο πεδίο των εξαγωγών τροφίμων, είμαστε πολύ πίσω από τους ανταγωνιστές μας. Την επεκτεινόμενη αγορά του ελαιολάδου ελέγχουν από ετών ιταλικές και ισπανικές εταιρείες, ενώ σε αυτήν του κρασιού κυριαρχούν Αμερικανικές, Γαλλικές, Αυστραλιανές, Ιταλικές, Χιλιανές και Νότιο-αφρικανικές επωνυμίες. Σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει “χώρος” για ελληνικές επιχειρήσεις και προϊόντα; Προφανώς όχι.
Σύμφωνα με το Γραφείο Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας, πέρα από τη χάραξη στρατηγικής, απαιτείται η ενίσχυση της διαπροσωπικής επαφής, που έχει βαρύνουσα σημασία στην επιχειρηματική ‘’κουλτούρα’’ της Ινδίας. Με αυτό το δεδομένο, η συμμετοχή ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων σε Διεθνείς Εκθέσεις στην Ινδία είναι κομβικής σημασίας, ενώ απαιτείται το “pushάρισμα” των ελληνικών προϊόντων και της ελληνικής γαστρονομίας με εκδηλώσεις, όπως επίσης η διαδικτυακή προβολή των ελληνικών προϊόντων.
Τόσο σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους (π.χ. Τούρκους, Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους κ.λ.π.), όσο και έναντι άλλων Ασιατικών αγορών (π.χ. Κίνας, Ιαπωνίας κ.λ.π.), οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις επί πολλά χρόνια αγνοούσαν μια οικονομία που από τα τέλη της δεκαετίας του’90 σημείωνε καλπάζοντας ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης (άνω του 8%) και την τεράστια αγορά της των 1,3 δις κατοίκων ή της εύπορης μεσαίας τάξης της των 200/250 εκατ. καταναλωτών. Υπάρχει το γλαφυρό παράδειγμα μεγάλων ελληνικών ομίλων γαλακτοκομικών προϊόντων που δήλωναν κατά την περίοδο 1997-2001 ότι ‘’η Ινδία βρισκόταν έξω από το χώρο του στρατηγικού ενδιαφέροντος τους’’ ενώ η τότε Πρεσβευτική Αρχή μας τους παρότρυνε να εξετάσουν το ενδεχόμενο δραστηριοποίησης τους στην ακόμη ‘’παρθένα’’ ινδική αγορά γαλακτοκομικών, βασικού συστατικού της εθνικής διατροφής του τοπικού πληθυσμού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η τουριστική αγορά της Ινδίας, σε μια συγκυρία όπου οι φορείς του κλάδου έχουν θέσει ως στρατηγικό στόχο εισπράξεις 30 δισ ευρώ ως το τέλος της δεκαετίας, προσβλέποντας μεταξύ άλλων στις αγορές απ’ όπου οι ροές σήμερα είναι ακόμα χαμηλές. Η Ινδία αποτελεί τη δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη αγορά εξερχόμενου τουρισμού μετά την Κίνα. Όσον αφορά στην Ελλάδα, τα νησιά Ζάκυνθος, Νάξος διακρίνονται στις νέες ινδικές προτιμήσεις. Μετά την Μύκονο ή την Σαντορίνη και άλλα ελληνικά νησιά, αλλά και η Αθήνα, αναμένεται να αποτελέσουν σύντομα νέους προορισμούς των Ινδών τουριστών.
Σε συνέχεια προβολής στην Ινδία κινηματογραφικών παραγωγών του Bollywood, που πραγματοποιήθηκαν στη Μύκονο και Σαντορίνη την τελευταία 10ετία, ο αριθμός Ινδών τουριστών προς την Ελλάδα βαίνει αυξανόμενος τα τελευταία χρόνια και όπως δείχνουν τα στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας, παρατηρούνται σταθερά ανοδικές τάσεις των ινδικών τουριστικών ροών προς τη χώρα μας σε ετήσια βάση(+20% περίπου).
Ως “κλειδί” για τη σύσφιξη των διμερών σχέσεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η μεσαία τάξη της Ινδίας, που αποτελεί βασικό μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης και υπολογίζεται ότι θα εκτιναχθεί από το 31% του πληθυσμού το 2020-2021, στο 61% το 2046-47. Η μεσαία τάξη με ετήσιο εισόδημα από 5.500 έως 33.000 ευρώ, θα ανέλθει σε περίπου 1,02 δισεκατομμύρια το 2046-47, από 715 εκατομμύρια το 2030-31 και 432 εκατομμύρια το 2020-21.