Τι δείχνει η Έκθεση της Κομισιόν για το Χρέος - Υψηλοί στόχοι πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια
Η S&P δεν μας έδωσε την επενδυτική βαθμίδα- αυτό ήταν άλλωστε το αναμενόμενο- ωστόσο η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και πολύ περισσότερο το σκεπτικό της, φανερώνουν το πώς βλέπουν οι αγορές το ελληνικό Χρέος και τι περιμένουν για τη συνέχεια.
Με δυο λόγια, ρίσκα βιωσιμότητας δεν προβλέπονται, παρά μόνο αν η Ελλάδα κάνει πισωγυρίσματα στις μεταρρυθμίσεις που «κλειδώνουν» υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κι αν επιστρέψει σε πολιτικές δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Και με αυτήν την οπτική θα πρέπει να [διαβάσει» κανείς την ειδική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (και) για το ελληνικό Χρέος, με την υποσημείωση ότι αυτή η Έκθεση θα αποτελέσει «εργαλείο» στις κρίσιμες διαβουλεύσεις αφενός για τις δημοσιονομικές κατευθύνσεις του 2024 αφετέρου για τα διμερή συμβόλαια από το 2025 και μετά.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι με τις νέες μετρήσεις της η Κομισιόν δίνει «προίκα» στην επόμενη κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι η Ελλάδα είναι η μια από τις οκτώ χώρες (Δανία, Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Πορτογαλία, Σουηδία), όπου η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Χρέους είναι χαμηλού ρίσκου και λόγω των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Με αυτό το «παράσημο», η ελληνική ομάδα θα μπει με άλλο «αέρα» στα δύσκολα παζάρια που θα κορυφωθούν το Φθινόπωρο.
Αν και τα «παζάρια» μόλις τώρα ξεκινούν, ένα από τα βασικά στοιχεία του σχεδιασμού της Κομισιόν για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, είναι ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες θα πάψουν να είναι οριζόντιοι και θα ισχύουν διμερή «συμβόλαια» με τα κράτη- μέλη, έτσι ώστε οι Προϋπολογισμοί να οδηγούν σε καθοδική τροχιά το Χρέος τους. Με απλά λόγια, αν οι δείκτες φανερώνουν βιωσιμότητα του Χρέους μακροπρόθεσμα, τότε τα κράτη- μέλη θα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή μειώσεις φόρων, κοινωνικές ενισχύσεις κ.λ.π.
Όπως επεσήμανε και η S&P στην αξιολόγηση της, «το προφίλ του Xρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων, παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως». Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο όγκος του, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει μεγάλος κι ως εκ τούτου οι κινήσεις μεσομακροπρόθεσμα θα πρέπει να εξυπηρετούν συγκεκριμένη λογική.
Στις προβολές, που έχουν κάνει οι τεχνοκράτες της Κομισιόν για την τρέχουσα δεκαετία, έχουν ως βασικό σενάριο ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει ολοένα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε το 2033- που τελειώνει η περίοδος χάριτος για τους τόκους από τα δάνεια του EFSF- να έχει ρίξει το Χρέος της στο 125,4% του ΑΕΠ. Είναι ενδεικτικό ότι από το 2027 και μετά, ως παραδοχή- στόχος μπαίνουν πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3%. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Είτε δημοσιονομική πολιτική λιτότητας είτε υψηλή ανάπτυξη που επιτρέπει υψηλά πλεονάσματα.
Εδώ επί της ουσίας βρίσκεται το μεγάλο στοίχημα. Σε πραγματικούς όρους, η Κομισιόν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα «σέρνεται» με ρυθμούς κάτω από 1% στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, παρά τα ευρωπαϊκά κονδύλια, που θα ρέουν. Το στοίχημα της επόμενης κυβέρνησης είναι να αποδείξει ότι αυτό το σενάριο δεν είναι το βασικό. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις εκτιμήσεις της S&P, η ελληνική οικονομία θα «τρέχει» με 2,5% φέτος, 2,4% το 2024, με 2,9% το 2025 και 3,1% το 2026.