Νέος γύρος ανατιμήσεων προ των πυλών -Μόλις το 20% των επιχειρήσεων απορροφά τα αυξημένα λειτουργικά κόστη
Η επιτάχυνση του πληθωρισμού των τροφίμων στο 15% αναμφίβολα προσγείωσε ανώμαλα στην σκληρή πραγματικότητα, όσους ευελπιστούσαν ότι το “φρενάρισμα” του ενεργειακού κόστους ισοδυναμεί με λήξη του συναγερμού.
Αφήνοντας στην άκρη το σχεδιασμό του οικονομικού επιτελείου, που έχει προ πολλού αντιληφθεί ότι το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στις ανελαστικές δαπάνες για τη διατροφή, έχει ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς τις προθέσεις των ίδιων των επιχειρήσεων, αναφορικά με την τιμολογιακή πολιτική που πρόκειται να εφαρμόσουν εφεξής. Τα συμπεράσματα δεν είναι ενθαρρυντικά.
Η μεγάλη έρευνα της Grant Thornton είχε ως αφετηρία την καταγραφή του κλίματος μεταξύ των επιχειρήσεων. Ωστόσο τα ποιοτικά στοιχεία, που σχετίζονται με τη διαχείριση του λειτουργικού κόστους τραβάνε μοιραία τα φώτα της δημοσιότητας. Τι δείχνουν οι μετρήσεις; Κατ’ αρχάς, οι 9 στους 10 Έλληνες επιχειρηματίες δηλώνουν ότι θα αυξηθεί το κόστος παραγωγής τους, ενώ 5 στους 10 ότι θα αυξηθεί σημαντικά, πάνω από 10%.
Το πιο σημαντικό εύρημα είναι, όμως, ότι μόλις οι 2 στους 10 δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να απορροφήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της αύξησης αυτής! Συγκεκριμένα, το 13% δηλώνει έτοιμο να απορροφήσει πλήρως την αύξηση του λειτουργικού κόστους, ενώ το 6% δηλώνει ότι θα καλύψει το 70% αυτών των αυξήσεων. Ποια είναι η ανάποδη ανάγνωση; Η στρατηγική που θα υιοθετήσουν οι περισσότεροι είναι η μετακύλιση του σημαντικότερου μέρους του στην τιμή του προϊόντος/υπηρεσίας, άρα νέες ανατιμήσεις.
Η στρατηγική αυτή επιβεβαιώνεται και από την τιμολογιακή πολιτική που έχουν ήδη υιοθετήσει οι επιχειρήσεις, οι οποίες 8 στις 10 αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών σε ευθεία γραμμή με την αύξηση του κόστους τους, με ότι αυτό συνεπάγεται σε όρους ανταγωνιστικότητας- εξωστρέφειας και φυσικά για τις αντοχές κι επιβαρύνσεις των νοικοκυριών.
Διερευνώντας τις αιτίες αύξησης του κόστους παραγωγής, παρατηρείται ότι σημαντικότερη αύξηση παρουσιάζεται στο κόστος ενέργειας, των πρώτων υλών, στις μεταφορές και τον εξοπλισμό, ενώ ακόμα και στο μισθολογικό κόστος η αύξηση ξεπερνάει το 10%.
Στο ίδιο συμπέρασμα- της ανατροφοδότησης των ανατιμήσεων- οδηγούν και τα νεώτερα στοιχεία του κόστους παραγωγής στον πρωτογενή τομέα. Πέρα από το κόστος ενέργειας, που σημείωσε νέα αύξηση 35,8% σε σχέση με πέρσι, καταγράφονται αυξήσεις- “φωτιά” σε ό,τι επηρεάζει την παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων:
Λιπάσματα: 56,8%
Γεωργικά φάρμακα: 10,3%
Κτηνιατρικά φάρμακα: 5,4%
Ζωοτροφές: 25%
Το μόνο παρήγορο είναι ότι- όπως προκύπτει από την έρευνα της Grant Thornton- στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, μετά από πολλά έτη όπου λόγω της οικονομικής κρίσης δεν υπήρχε πρόθεση για αύξηση των μισθών, πλέον η σχετική τάση αλλάζει, αφορά ένα μεγάλο μέρος ελληνικών επιχειρήσεων και η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό θα αποτελέσει προτεραιότητα, παρά το γεγονός ότι και τα λοιπά βασικά στοιχεία κόστους των επιχειρήσεων έχουν ήδη αυξηθεί σημαντικά.