Ο δρόμος του ελαιόλαδου ως την Άπω Ανατολή
Η πρόσφατη επίσκεψη πολυπληθούς και υψηλού επιπέδου αντιπροσωπείας επιχειρηματιών από την Ιαπωνία, έξυσε παλιές πληγές.
Αν και οι διμερείς σχέσεις θα επέτρεπαν πολύ εντονότερη παρουσία των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, λες και ένα αόρατο χέρι συγκρατεί ακόμα και τις εξαγωγές αγαθών, όπου η Ελλάδα θα έπρεπε να παίζει “μπάλα” με... κλειστά μάτια. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ελληνικό ελαιόλαδο.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση, που δημοσιεύθηκε από το Κέντρο Βιομηχανικής Συνεργασίας ΕΕ-Ιαπωνίας (EU-Japan Centre of Industrial Cooperation), η ετήσια εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου της Ιαπωνίας περιορίζεται σε 45 τόνους περίπου. Κι όπως σημειώνει το ειδικό, ενημερωτικό δελτίο του Γραφείου Εμπορικών και Οικονομικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Τόκιο, αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η Ιαπωνία δεν μπορεί να καλύψει την εσωτερική ζήτηση και εισάγει περισσότερο από το 99% της εγχώριας κατανάλωσης.
Ιστορικά, η Ιταλία και η Ισπανία είναι οι δύο κύριες χώρες προμηθεύτριες ελαιολάδου για την Ιαπωνία. Και η Ελλάδα; Παρά το γεγονός ότι είναι ο πέμπτος εξαγωγέας παρθένου ελαιόλαδου παγκοσμίως, κατέχει μόνο ένα μικρό μερίδιο στην ιαπωνική αγορά. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των Στατιστικών Εμπορίου της Ιαπωνίας, το μερίδιο της Ελλάδας το 2021 ήταν μόλις 1,71% (443 εκατ. γιεν), ενώ η Τουρκία, η οποία έχει περιορισμένες εξαγωγικές δυνατότητες σε σχέση με την Ελλάδα, έχει μερίδιο 4,71% (1.221 εκατ. γιεν). Ως εκ τούτου, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλές δυνατότητες να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αγορά του παρθένου ελαιόλαδου στην Ιαπωνία.
Μια από τις ιδιομορφίες της ιαπωνικής αγοράς, που μάλλον δεν ευνοεί την υψηλή ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου, ειδικά των premium λαδιών, είναι ότι δεν αναγνωρίζονται τα διεθνή πρότυπα ελαιολάδου, γεγονός που προσδίδει ευρύ βαθμό ελευθερίας στους εισαγωγείς ή στους λιανοπωλητές να παρουσιάζουν το προϊόν τους όπως αυτοί θεωρούν ότι εξυπηρετεί τις πωλήσεις τους. Τα μόνο που αναγνωρίζεται είναι το «παρθένο ελαιόλαδο» και τα υπόλοιπα ελαιόλαδα εμπίπτουν στην κατηγορία “other”, κάτι που σημαίνει ότι η αναγραφή των ενδείξεων “premium” , “virgin”, “extra virgin”, “light” δεν συμβάλλει στην πλήρη ενημέρωση του καταναλωτή, ούτε και στον «εξορθολογισμό» της τιμολόγησης των διατιθέμενων προϊόντων.
Από την άλλη, Οι Ιάπωνες δείχνουν ενδιαφέρον να προσαρμόσουν την χρήση του ελαιολάδου στην καθημερινή τους διατροφή και να δοκιμάσουν νέες συνταγές. Αποδίδουν σημασία στη γεύση και ιδιαίτερα στις νέες γεύσεις, στην καινοτομία, στην πρωτοποριακή συσκευασία, στην τιμή, στα οφέλη στην υγεία αλλά και στη χώρα προέλευσης. Είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για ένα προϊόν με καλύτερη γεύση και επωφελές στην υγεία, απαιτείται όμως σαφής διαφοροποίηση του προϊόντος και κατάλληλο μάρκετινγκ.
Σύμφωνα με το Γραφείο ΟΕΥ, η Ελλάδα μπορεί να προσθέσει ακόμη ένα μερίδιο της τάξεως του 2% επί του συνόλου των ιαπωνικών εισαγωγών παρθένου ελαιολάδου, δεδομένης της ποιοτικής υπεροχής του ελληνικού προϊόντος και της προστασίας ορισμένων ετικετών ως προϊόντα Γεωγραφικών Ενδείξεων. Οι προοπτικές για την Ελλάδα είναι πολύ σημαντικές, αφού η χώρα μας θα μπορούσε να διπλασιάσει ή ακόμη και να τριπλασιάσει τα μερίδια της την επόμενη τριετία.
Για να επιτευχθεί η αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης τόσο από όσους ήδη καταναλώνουν παρθένο ελαιόλαδο, αλλά και από νέους καταναλωτές απαιτείται ένα σημαντικό generic πρόγραμμα προώθησης. Επισημαίνεται, όμως, ότι το ενδεχόμενο μίας γενικής προβολής του ελαιολάδου, ενδεχομένως, ίσως να μην είναι αποδοτικό για την χώρα μας, καθώς θα ευνοούσε περισσότερο την Ισπανία και την Ιταλία που ελέγχουν ήδη το μεγαλύτερο μερίδιο των συνολικών εισαγωγών
Οι Ιάπωνες πάντα έδειχναν ενδιαφέρον για την υγιεινή διατροφή. Τα προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας δεν έχουν τη διάδοση που έχουν στις δυτικές χώρες, αλλά τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να γίνονται δημοφιλή κι αυτό μπορεί να είναι ένα από τα “κλειδιά” για τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων.
Να σημειωθεί ότι πρόκειται για μια αγορά 125 εκατομμυρίων κατοίκων, υψηλού διαθέσιμου εισοδήματος και με εξελισσόμενα καταναλωτικά πρότυπα. Μάλιστα η Ιαπωνία, ως η πλέον αναπτυγμένη χώρα της Ασίας, συχνά αποτελεί πρότυπο των καταναλωτών γειτονικών χωρών, ενώ οι μεγάλοι όμιλοί της διαθέτουν εμπορικά δίκτυα σε ολόκληρη της περιοχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η επιτυχής είσοδος ενός προϊόντος στην Ιαπωνική αγορά να αποτελεί διαβατήριο για την είσοδό του στις ασιατικές αγορές.