Πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από την Ευρωζώνη
Υπάρχει τελικά λόγος ανησυχίας ή όχι; Η επίσημη γραμμή είναι πως όχι, όμως από τη στιγμή που όλοι οι διεθνείς οργανισμοί διαπιστώνουν σημάδια κάμψης, επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης στην Ευρώπη, τότε ουδείς δικαιούται να εφησυχάζει, ειδικά όταν μόλις έχει «αναρρώσει», όπως η Ελλάδα.
Η νέα αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης από τους οικονομολόγους της ΕΚΤ έρχεται μετά από δύο αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις του ΔΝΤ και μια ακόμα πρόβλεψη για μικρότερους ρυθμούς από τον ΟΟΣΑ. Η Φρανκφούρτη εκτιμά ότι φέτος η Ευρωζώνη θα «τρέξει» με 2% αντί 2,2% και το 2019 με 1,8% αντί 1,9%, αφήνοντας επί του παρόντος αμετάβλητη την πρόβλεψη για το 2020 (1,6%).
Ο δομικός χαρακτήρας αυτής της επιβράδυνσης αποτυπώνεται και στις προβλέψεις για τον πληθωρισμό, καθώς αν εξαιρέσει κανείς τα καύσιμα και τα τρόφιμα, θα αυξηθεί κατά 1,1% και 1,4% αντί 1,2% και 1,5% αντιστοίχως, δείγμα του ότι η ζήτηση θα είναι χαμηλότερη των αρχικών εκτιμήσεων και προσδοκιών.
Ο εμπορικός πόλεμος, οι γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης, η κρίση στην Ιταλία, οι αναταράξεις από τις ΗΠΑ που προκαλούν τα μηνύματα από τα εταιρικά κέρδη, η αύξηση των επιτοκίων από την Fed, η αναμονή ανάλογων κινήσεων από την ΕΚΤ, η απόσυρση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, το κλείσιμο του κύκλου του «φτηνού» χρήματος, δημιουργούν ένα περιβάλλον που σιγά- σιγά αρχίζει να ανησυχεί οικονομολόγους αλλά και κυβερνήσεις. Κάποιοι δειλά- δειλά μιλάνε για μια νέα κρίση, σπεύδοντας να διαβεβαιώσουν ότι η Ευρώπη είναι πιο θωρακισμένη (;), ενώ ήδη η Κ. Λαγκάρντ έχει προειδοποιήσει άπαντες να διορθώσουν τις αδυναμίες τους όσο είναι καιρός.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα, που έχασε τον ενάρετο κύκλο, φιλοδοξεί όχι μόνο να επιβεβαιώσει τις προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2% αλλά και να το «αυγατίσει» στο 2,5% το 2019, γνωρίζοντας ότι μόνο έτσι μπορεί να πετύχει τους απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους αλλά και να μη διαψεύσει εν τη γενέσει του το σχεδιασμό για την ελάφρυνση του Χρέους.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει κι ένα ακόμα πρόβλημα. Ως εισαγωγέας πετρελαίου πλήττεται ευθέως από κάθε ανατίμηση του μαύρου χρυσού, που δεν έχει ενσωματωθεί στο βασικό μακροοικονομικό σενάριο κι από αυτήν την άποψη προκαλεί εντύπωση ότι το υπουργείο Οικονομικών έχει «χτίσει» τον Προϋπολογισμό σε μια παραδοχή για μέση τιμή πετρελαίου 70,23 δολάρια φέτος και 68,99 δολάρια την επόμενη, κρίσιμη χρονιά.
Ενδεικτικό της ζημιάς που μπορεί να υποστεί ο σχεδιασμός είναι ότι τα σενάρια εργασίας των ίδιων των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών προβλέπουν ότι για κάθε 10 δολάρια πάνω από το σενάριο βάσης, το ΑΕΠ «ψαλιδίζεται» κατά περίπου 0,3%.