Ανατροπές στις δημόσιες συμβάσεις
Αλουμίνιο, χάλυβας, ξυλεία, άσφαλτος, τούβλα, τζάμια, χαλκός, πλαστικά, πετρέλαιο, βενζίνη κάνουν εδώ και μήνες «ράλι», ανατρέποντας το σχεδιασμό όχι μόνο των ιδιωτών- νοικοκυριών κι επιχειρήσεων- αλλά και των Φορέων του Δημοσίου.
Από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση τιμών, πόσο μάλλον όταν προστέθηκαν οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία, είχε επισημανθεί ότι οι δημόσιες συμβάσεις για μικρά ή μεγαλύτερα έργα, κινδυνεύουν να τιναχθούν στον αέρα, καθώς όλα τα δεδομένα έχουν αλλάξει.
Με ειδική εγκύκλιο του, ο πρόεδρος της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Συμβάσεων δίνει οδηγίες όχι μόνο για τις περιπτώσεις αιτήσεων αναπροσαρμογής των όρων συμβάσεων που “τρέχουν” αλλά και για εκείνες που είναι σε εκκρεμότητα, με την επισήμανση ότι αν κρίνεται σκόπιμο κατά περίπτωση, οι διαγωνιστικές διαδικασίες θα πρέπει να ακυρώνονται.
«Στην περίπτωση που έχει παρέλθει η καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών, οι αναθέτουσες Αρχές διατηρούν την ευχέρεια, συνεκτιμώντας το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε υπό ανάθεση σύμβασης, να εφαρμόσουν τις σχετικές διατάξεις, εφόσον κρίνουν αιτιολογημένα ότι η συνεχής και απρόβλεπτη αύξηση των τιμών των προϊόντων έχει ανατρέψει ουσιωδώς το οικονομικό θεμέλιο της σχεδιασθείσας διαδικασίας, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματική εκτέλεση της σύμβασης που τυχόν ανατεθεί», σημειώνει ο Γ. Κατοπόδης, παραπέμποντας στο νόμο του 2016, που ορίζει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί η διαδικασία ανάθεσης σύμβασης να ματαιωθεί και να επαναληφθεί με αντικατάσταση όρων.
Τα πράγματα αλλάζουν, όμως, αν οι φάκελοι έχουν ανοίξει. Όπως ορίζει η εγκύκλιος, σε καμία περίπτωση δεν είναι επιτρεπτή η τροποποίηση των υποβληθεισών προσφορών, στο πλαίσιο εκκρεμούς διαδικασίας, ήτοι κατά το στάδιο μετά την αποσφράγισή τους, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της υποχρέωσης διαφάνειας, που διέπουν το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.
Ο γενικός κανόνας είναι ότι σε όλα τα είδη δημόσιων συμβάσεων, μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες εφόσον η παροχή του οικονομικού φορέα, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη.
Από εκεί και πέρα, εφόσον συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα της αναθέτουσας Αρχής, όπως, εν προκειμένω, αποτελεί η αύξηση των τιμών προϊόντων, παρέχεται η δυνατότητα, κατόπιν γνωμοδότησης του αρμοδίου συλλογικού οργάνου, τροποποίησης των συναφθεισών συμβάσεων και αναπροσαρμογής της συμβατικής τιμής σε ποσοστό έως 50% επί της αξίας της αρχικής σύμβασης, υπό την τήρηση και των λοιπών σωρευτικών προϋποθέσεων και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να εξασφαλίσει τις αναγκαίες πιστώσεις. Αυτά ισχύουν ακόμη και στην περίπτωση που στις συναφθείσες συμβάσεις περιλαμβάνεται ρητός όρος περί μη αναθεώρησης της συμβατικής τιμής κατά τη διάρκεια της σύμβασης, δεδομένου ότι ένας τέτοιος όρος καταλαμβάνει περιπτώσεις συνήθους και ομαλής εκτέλεσης των συμβάσεων.
Ως προς τα ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί από την ομαλή λειτουργία της αλυσίδας εφοδιασμού, λόγω του COVID-19 αλλά και της κρίσης στην Ουκρανία, επισημαίνεται ότι οι σχετικές καθυστερήσεις, εκ μέρους των οικονομικών φορέων, στην υλοποίηση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από ήδη συναφθείσες συμβάσεις και οι οποίες συνδέονται με την παράδοση αγαθών, εφόσον οφείλονται σε προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, παρέχουν, καταρχάς, έρεισμα για μετάθεση του χρόνου παράδοσης και τροποποίηση των σχετικών συμβάσεων, μη συνιστώντας ουσιώδεις τροποποιήσεις της αρχικής σύμβασης.