Μεγάλη έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο -Tα μεγάλα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Στα 14 δισ ευρώ, έφτασε ο όγκος του ηλεκτρονικού εμπορίου κι όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι το «ταβάνι» είναι ακόμα πολύ ψηλά.
Έρευνες από κλαδικούς φορείς συγκλίνουν στο ότι το ηλεκτρονικό κανάλι πωλήσεων ήταν αυτό που βοήθησε τις εμπορικές επιχειρήσεις να διασωθούν στην περίοδο της πανδημίας και είναι ενδεικτικό ότι όσοι δεν επένδυσαν στο e- commerce, έστω σε μικρή κλίμακα, είδαν τον τζίρο τους να συρρικνώνεται τους προηγούμενους μήνες, όταν δηλαδή η επέλαση της «Ο» έφερε νέα περιοριστικά μέτρα.
Μεγάλη έρευνα, που διενήργησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, κατέγραψε ουσιώδη αύξηση της συχνότητας των ηλεκτρονικών αγορών, καθώς το ποσοστό των ερωτηθέντων που αγοράζουν διαδικτυακά «σπάνια» μειώθηκε περίπου στο μισό (από 47% σε 23%), ενώ αντίστοιχα το ποσοστό όσων αγοράζουν διαδικτυακά τουλάχιστον «κάποιες φορές τον μήνα» ή συχνότερα, αυξήθηκε από 42% σε 69%. Μεοσοσταθμικά, ο μέσος αριθμός ετήσιων αγορών μέσω διαδικτύου εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 57%, από 37 φορές περίπου ανά έτος σε 59 φορές περίπου ανά έτος, δηλαδή περίπου μία online αγορά κάθε εβδομάδα.
Τα τέσσερα βασικά οφέλη από τις ηλεκτρονικές αγορές είναι:
- η δυνατότητα αγοράς χωρίς μετακίνηση – ευκολία
- η δυνατότητα πραγματοποίησης αγοράς σε βραδινές ώρες/σε ώρες που τα φυσικά καταστήματα δεν λειτουργούν
- η πρόσβαση σε προϊόντα που δεν υπάρχουν σε φυσικά καταστήματα
- η υγιεινή–αποφυγή συγχρωτισμού
Από την άλλη πλευρά, βασικός ανασταλτικός παράγοντας για την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών συνιστούν τα μεταφορικά έξοδα και οι χρόνοι παράδοσης των προϊόντων. Σημαντικός κρίνεται επίσης και ο παράγοντας της διάθεσης στοιχείων επικοινωνίας με το ηλεκτρονικό κατάστημα, καθώς αυξάνει την εμπιστοσύνη τους σε αυτό. Πάντως, η ανησυχία των καταναλωτών για αγορές από καταστήματα του εξωτερικού είναι υψηλότερη σε σχέση με την πραγματοποίηση ηλεκτρονικών αγορών από ελληνικής έδρας καταστήματα. Διαπιστώνεται επίσης ότι οι καταναλωτές δίνουν μεγάλη σημασία στην ύπαρξη της επιλογής πληρωμής με αντικαταβολή.
Φυσικά δεν είναι όλα ρόδινα, καθώς η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντόπισε εστίες στρεβλώσεων, που μπορούν να οδηγήσουν και σε χειραγώγηση τιμών. Κατ’ αρχάς, οι προμηθευτές συχνά επιβάλουν τιμολογιακούς αλλά και άλλους περιορισμούς στις κάθετες συμφωνίες που συνάπτουν με τους λιανοπωλητές με στόχο να προστατεύσουν την φήμη των προϊόντων και των εμπορικών σημάτων τους, να περιορίσουν τα φαινόμενα free-riding και παράλληλα να δώσουν κίνητρα στους λιανοπωλητές προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες στους καταναλωτές υπηρεσίες τους, με στόχο την προώθηση των σημάτων και των προϊόντων τους. Ανεξαρτήτως όμως της πρόθεσή τους, η ολοένα αυξανόμενη τιμολογιακή διαφάνεια, η οποία είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης των διαδικτυακών πωλήσεων και των αντίστοιχων υπηρεσιών που προσφέρονται από τις επιγραμμικές πλατφόρμες, μπορεί να οδηγήσει και τους λιανοπωλητές να πιέσουν στους συνεργαζόμενους προμηθευτές τους, προκειμένου να χειραγωγηθούν οι τιμές ή να εξασφαλιστεί ένα συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους τους.
Επιπλέον, οι λιανοπωλητές που αναφέρονται σε χειραγώγηση των τιμών λιανικής από τις επιγραμμικές πλατφόρμες υποστηρίζουν ότι οι τελευταίες τους εμποδίζουν να θέσουν υψηλότερη τιμή στη συνεργαζόμενη πλατφόρμα σε σχέση με αυτήν που αναγράφεται στο διαδικτυακό τους κατάστημα. Μάλιστα, δύο εκ των πλατφορμών θέτουν συμβατικά ως ρητή προϋπόθεση συνεργασίας την ακριβή αντιστοίχιση των τιμών των ηλεκτρονικών καταστημάτων με αυτές που εμφανίζονται στην ιστοσελίδα της πλατφόρμας, ενώ και οι λοιπές θέτουν όρους οι οποίοι κατατείνουν στο αυτό αποτέλεσμα, μέσω λ.χ. της υποχρέωσης των λιανοπωλητών να στέλνουν ακριβές .xml αρχείο με τις τιμές τους.
Ως «μαύρη τρύπα» μπορούν να χαρακτηριστούν και τα συστήματα αξιολόγησης αγαθών- υπηρεσιών, καθώς περίπου 6 στους 10 προμηθευτές τόνισαν την ύπαρξη κακόβουλων και ψευδών κριτικών με σκοπό τη δυσφήμιση του προϊόντος, οι οποίες συνήθως προέρχονται από ανταγωνιστές. Ουσιαστικά ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι, καθώς δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος των αξιολογήσεων από τις πλατφόρμες αναζήτησης, δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου από πλευράς τους του κατά πόσον η αξιολόγηση αφορά σε επιβεβαιωμένο πελάτη. Αντίστοιχους προβληματισμούς ανέφερε σχεδόν το σύνολο των λιανοπωλητών όσον αφορά τις αξιολογήσεις των ηλεκτρονικών καταστημάτων.