Ο «πόλεμος» του ελαιολάδου
Οι έρευνες, που διεξήχθησαν τους μήνες της πανδημίας και των αυστηρών περιοριστικών μέτρων, έδειξαν- μεταξύ άλλων- ότι τα νοικοκυριά όχι μόνο στράφηκαν στη... μαγειρική, αλλά κι ότι πολλοί επέλεξαν αυτό που ονομάζουμε “υγιεινή διατροφή”. Βασικό στοιχείο αυτής τη διατροφής είναι το ελαιόλαδο, το οποίο συν τοις άλλοις “βλέπει” την τιμή του να ανεβαίνει μήνα- μήνα, “φλερτάροντας” με τα υψηλά επίπεδα του 2018.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια τεράστια αγορά. Δεν διαθέτει ίδια παραγωγή λαδιού ελιάς και εισάγει όλη την ποσότητα που χρησιμοποιεί, ενώ μικρό μέρος των εισαγωγών τυποποιείται τοπικά και επανεξάγεται. Το 2020 καταναλώθηκαν για όλες τις χρήσεις περί τους 85 χιλιάδες τόνους λάδι ελιάς όλων των ειδών, αύξηση 4% σε σχέση με το 2019, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της κατανάλωσης την τελευταία πενταετία ήταν 5,4%. Ειδικά ως προς το ελαιόλαδο, η εγχώρια κατανάλωση το 2020 ξεπέρασε τους 77 χιλιάδες τόνους, αύξηση 16,3% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και πολύ πάνω από το μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης της τελευταίας πενταετίας, 4,7%!
Ένα επιπλέον στοιχείο που κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται το ελαιόλαδο στο Νησί. Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του Γραφείου Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, η δαπάνη για τρόφιμα γενικά και για λίπη και έλαια ειδικότερα, είναι ανάλογη του εισοδηματικού επιπέδου των νοικοκυριών. Χωρίς να αποκλείονται σημαντικές αποκλίσεις στην καταναλισκόμενη ποσότητα μεταξύ των διαφορετικών εισοδημάτων, η διαφορά αντικατοπτρίζει κατά βάση την προτίμηση των ανώτερων εισοδημάτων σε επώνυμα και σε προϊόντα υψηλότερης ποιότητας και διατροφικής αξίας, και δη στο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Πώς μεταφράζεται αυτό; Υψηλού εισοδηματικού πελατεία και για το ελληνικό λάδι.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι Έλληνες παραγωγοί/ επιχειρήσεις, θα άρπαζαν την ευκαιρία για δυναμικό μπάσιμο στη βρετανική αγορά, τα στοιχεία δείχνουν ότι επί του παρόντος το ελληνικό ελαιόλαδο πέφτει θύμα των χρόνιων “παθήσεων” του. Το 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε 28,5 χιλιάδες τόνους εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου αξίας 75,9 εκ. λιρών. Η αγορά κυριαρχείται από την Ιταλία, που με μερίδιο σχεδόν 52% είναι ηγέτης τόσο στα επώνυμα, όσο και συνολικά στα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα. Ακολουθεί η Ισπανία με 36%, κορυφαίος προμηθευτής του Ηνωμένου Βασιλείου που κυριαρχεί στον τομέα των ελαιολάδων ιδιωτικής ετικέτας, γεγονός που εξηγεί και τη χαμηλότερη διαχρονικά τιμή, τόσο στο εξαιρετικά παρθένο, όσο και στις υπόλοιπες κατηγορίες ελαιολάδου. Τρίτη στην κατάταξη και πολύ μακριά από τους δύο πρώτους, η Ελλάδα με μερίδιο 5,6% (από 4,5% το 2019) και ένα από τα ακριβότερα προϊόντα τα τελευταία δύο χρόνια.
Η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κατακερματισμένη, με μεγάλη ποικιλία επώνυμων και μη προϊόντων, κυρίως σε μεσαίους και μικρούς χονδρεμπόρους που πάντως λειτουργούν και ως λιανοπωλητές. Αξιοσημείωτη είναι η μικρή παρουσία ελληνικών επώνυμων προϊόντων από μεγάλες αλυσίδες λιανικής, οι οποίες διαθέτουν κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εμφιαλωμένα στην Ελλάδα, στο ΗΒ, ή ακόμα και σε άλλες χώρες, ή και βρετανικά επώνυμα προϊόντα εμφιαλωμένα στην Ελλάδα. Άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αποτελεί η ποικιλία προϊόντων που απευθύνονται σε ανώτερα τμήματα της αγοράς με στοιχεία διαφοροποίησης τη μικρή οικογενειακή παραγωγή, την ξεχωριστή συσκευασία και βεβαίως την τιμή.
Σύμφωνα με την έρευνα, έχοντας μπει σε φάση ομαλοποίησης της αγοράς μετά την πανδημία αλλά και το Brexit, οι μεγάλες αλυσίδες θα εξακολουθήσουν να πιέζουν τους προμηθευτές τους για διαρκώς χαμηλότερες τιμές, ώστε να αποφύγουν, έστω εν μέρει, τη μετακύλιση του επιπλέον κόστους στους καταναλωτές. Με την Ιταλία να κυριαρχεί στα επώνυμα ελαιόλαδα και την Ισπανία στα ιδιωτικής ετικέτας, και προσφέροντας ήδη τις πιο χαμηλές τιμές της αγοράς, πιθανόν οι εναπομείναντες παίκτες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, να υποστούν μεγαλύτερη πίεση.