Κατατέθηκε το ν/σ για το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση
Tην εισαγωγή και εφαρμογή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, προβλέπει νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας που κατατέθηκε τις πρώτες πρωϊνές ώρες στη Βουλή, υπό τον τίτλο "Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά: εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, ίδρυση, οργάνωση και λειτουργία Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης και συναφείς διατάξεις"
Σκοπός των διατάξεων, όπως αναφέρεται, είναι η διασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης για τους συνταξιούχους και η βιωσιμότητα ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο συντελεί στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Το νομοσχέδιο προβλέπει την ίδρυση Ταμείου Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) που θα είναι ΝΠΔΔ και θα διαχειρίζεται τη λειτουργία της νέας επικουρικής ασφάλισης. Ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του Ταμείου ορίζεται η 1η.1.2022.
Στην ασφάλιση του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) υπάγονται υποχρεωτικά όλα τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν για πρώτη φορά, από 1η.1.2022 και εφεξής ασφαλιστέα εργασία-απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία υφίσταται μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, υποχρέωση υπαγωγής στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται προαιρετικά, μετά από αίτησή τους, και άλλες κατηγορίες ασφαλισμένων, όπως οι ήδη ασφαλισμένοι στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, οι οποίοι έχουν γεννηθεί από 1ης.1.1987. Με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, οι τρέχουσες καταβαλλόμενες εισφορές σωρεύονται και επενδύονται σχηματίζοντας αποθεματικό το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού των μελλοντικών παροχών προς τους δικαιούχους. Οι εισφορές και οι εν γένει πόροι του ΤΕΚΑ θα τοποθετούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα και ακίνητα, με στόχο την επίτευξη αποδόσεων για τη χρηματοδότηση παροχών στους δικαιούχους, σύμφωνα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά κάθε επενδυτικού προγράμματος. Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου επενδύονται με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των ασφαλισμένων και των δικαιούχων, την ασφάλεια, την ποιότητα, τη ρευστότητα και την κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του. Το Ταμείο μεριμνά ιδίως για την επαρκή διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου και την επιλογή ποιοτικών επενδύσεων που προσιδιάζουν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών. Στο πλαίσιο αυτό αποφεύγονται η υπέρμετρη εξάρτηση από συγκεκριμένο στοιχείο ή εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, καθώς και η υπέρμετρη συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά. Όπως εξάλλου ορίζει το νομοσχέδιο, τα περιουσιακά στοιχεία επενδύονται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες αγορές και το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμίζομενες αγορές παραμένει σε κάθε περίπτωση σε συνετά επίπεδα. Επενδύσεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα επιτρέπονται μόνο εφόσον συμβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική επενδυτική διαχείριση. Το αποθεματικό παροχών του Ταμείου επενδύεται σε προϊόντα χαμηλού επενδυτικού κινδύνου.
Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης που έχουν συμπληρώσει χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον 15 ετών, δικαιούνται ισόβια μηνιαία επικουρική σύνταξη γήρατος, εφόσον συνταξιοδοτηθούν για την αυτή αιτία από τον φορέα ασφάλισής τους.
Σε σχέση με την κρατική εγγύηση, ορίζεται ότι κατά το χρόνο επέλευσης των καλυπτόμενων κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων το κράτος εγγυάται την καταβολή ελάχιστης ανταποδοτικής μηνιαίας επικουρικής σύνταξης. Ως ελάχιστη ανταποδοτική μηνιαία επικουρική σύνταξη νοείται το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης που υπολογίζεται στη βάση της πραγματικής αξίας του συνόλου των καταβληθεισών εισφορών, όπως αυτές απεικονίζονται λογιστικά στους ατομικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων κατά το χρόνο επέλευσης των καλυπτόμενων κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων.
Οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να επιλέξουν διαφορετικό επενδυτικό πρόγραμμα ή συνδυασμό προγραμμάτων, το οποίο θα μπορούν να αλλάξουν με αίτηση που μπορεί να υποβάλλεται ανά 3 έτη και εντός 1 μήνα από τη συμπλήρωση κάθε τριετίας.